Στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλει η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, θεωρώντας την επαναδραστηριοποίηση της αγροτικής της οικονομίας ως πρωταρχικής σημασίας και σπουδαιότητας προτεραιότητα δίνει στην δημοσιότητα την σύνταξη του Καλλιεργητικού Πλάνου της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας.
Πατήστε εδώ για να κατεβάσετε το σχετικό αρχείο
Για το δήμο μας ισχύουν τα παρακάτω:
Η καλλιεργούμενη έκταση του Δήμου : 49.000 στρέμματα (8,4% της συνολικής του έκτασης)
Βοσκότοποι: 27.000 στρέμματα (4,6% της συνολικής του έκτασης)
5.3.6 Δήμος Μαντουδίου‐Λίμνης‐Αγ.Άννας
Ο Δήμος Μαντουδίου‐Λίμνης‐Αγίας Άννας βρίσκεται στο βορειοκεντρικό τμήμα της ΠΕ Εύβοιας
καλύπτοντας έκτασης 585km2, η οποία στο μεγαλύτερο τμήμα της χαρακτηρίζεται ως ημιορεινή –
ορεινή.
Η έκταση που χρησιμοποιείται για τις γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες ανέρχεται σε 76.000
στρέμματα εκ των οποίων τα 27.000 στρέμματα είναι βοσκότοποι. Η καλλιεργούμενη έκταση του
Δήμου ανέρχεται σε 49.000 στρέμματα με το μεγαλύτερο τμήμα αυτής (46%) να καλύπτεται από
ελαιώνες.
Οι ελαιώνες του Δήμου είναι κατά κύριο λόγο διπλής παραγωγικής κατεύθυνσης. Ωστόσο, στο
Δημοτικό Διαμέρισμα Ροβιών συγκεντρώνεται μια έκταση της τάξης των 4.500 στρεμμάτων
αποτελούμενη από επιτραπέζιες ελιές, της ποικιλίας Κονσερβολιά. Η Κονσερβολιά Ροβιών έχει
κατοχυρωθεί ως ΠΟΠ.
Στα όρια του Δήμου συγκεντρώνεται το 85% της έκτασης της ΠΕ Εύβοιας που καλλιεργείται με
βαμβάκι. Σημειώνεται ωστόσο ότι η έκταση αυτή είναι πολύ μικρή συγκρινόμενη με τις αντίστοιχες
εκτάσεις που καλλιεργούνται με βαμβάκι στη Βοιωτία ή στη Φθιώτιδα.
Τα σιτηρά αποτελούν μια σημαντική καλλιέργεια σε επίπεδο δήμου συγκεντρώνοντας το 30%
περίπου των καλλιεργούμενων εκτάσεων του Δήμου. Μεταξύ των σιτηρών οι πλέον εκτεταμένες
καλλιέργειες είναι το μαλακό σιτάρι και ο αραβόσιτος.
Όσον αφορά στην κτηνοτροφική δραστηριότητα σημειώνονται τα εξής:
Η βοοτροφική δραστηριότητα στο Δήμο αναπτύσσεται από 30 εκμεταλλεύσεις στις οποίες
εκτρέφονται 360 βοοειδή. Το μέσο μέγεθος των βοοτροφικών εκμεταλλεύσεων
διαμορφώνεται στα 11 βοοειδή περίπου και στο σύνολό τους είναι κρεοπαραγωγικής
κατεύθυνσης.
Η αιγοπροβατοτροφία αποτελεί αντικείμενο δραστηριοποίησης για 315 εκμεταλλεύσεις το
60% των οποίων χαρακτηρίζονται ως μικρού μεγέθους. Ο πληθυσμός των αιγοπροβάτων
ανέρχεται σε 22.700 ζώα με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών να είναι αίγες (≈70%). Αποτελεί
τον μοναδικό Δήμο της Περιφέρειας όπου ο αριθμός των αιγών είναι μεγαλύτερος από τον
αριθμό των προβάτων. Το 30% των προβάτων και το 50% των αιγών εκτρέφονται σε
εκμεταλλεύσεις που είναι αντίστοιχα αποκλειστικά προβατοτροφικές ή αιγοτροφικές. Στο
σύνολό τους τα ζώα είναι μικτής παραγωγικής κατεύθυνσης και μικτού τύπου εκτροφής.
6.1.1 Ελαιοκομικά προϊόντα
Η ελαιοκαλλιέργεια στην Περιφέρεια, όπως και στο σύνολο της Χώρας χαρακτηρίζεται από χαμηλή
και μη βελτιούμενη παραγωγικότητα εργασίας34 η οποία προκύπτει ως το συνδυαστικό
αποτέλεσμα:
του μικρού μεγέθους των ελαιοκομικών εκμεταλλεύσεων,
του γεγονότος ότι το 60% περίπου της ελαιοκαλλιέργειας λαμβάνει χώρα σε ημιορεινές
περιοχές (βλ. § 4.3.1.2.3.),
του παραδοσιακού τρόπου καλλιέργειας (χαμηλή πυκνότητα φύτευσης, χειρωνακτική ή με
χρήση χειροκίνητων μηχανημάτων συλλογή των καρπών)35
Λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας α) η παραγωγικότητα
εργασίας παρέμεινε σταθερή β) το κόστος εργασίας (το οποίο αντιπροσωπεύει τα 2/3 περίπου του
κόστους παραγωγής) αυξήθηκε και γ) η τιμή πώλησης διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές σταθερή
καθίσταται προφανής η αυξανόμενη σπουδαιότητα της ενίσχυσης (επιδότησης) που λαμβάνουν οι
ελαιοπαραγωγοί, καθώς χωρίς αυτή ο μέσος ελαιοπαραγωγός δεν θα μπορούσε να καλύψει ούτε το
κόστος παραγωγής36.
Όσον αφορά στην παραγωγική κατεύθυνση των ελαιώνων το 20% περίπου αφορά σε επιτραπέζιες
ελιές, το 25% περίπου σε ελιές ελαιοποίησης και το υπόλοιπο 55% περίπου σε ελιές διπλής
κατεύθυνσης εκ των οποίων σημαντικό τμήμα κατευθύνεται προς την παραγωγή βρώσιμων ελιών37.
Με τα δεδομένα αυτά η Περιφέρεια θεωρείται ως το πλέον σημαντικό κέντρο παραγωγής
βρώσιμων ελιάς της Χώρας, ενώ ως προς την παραγωγή ελαιολάδου κατατάσσεται 3η, μετά τις
Περιφέρειες Πελοποννήσου και Κρήτης που συγκεντρώνουν το 60‐65% της εγχώριας παραγωγής
ελαιολάδου.
Οι κυριότερες ποικιλίες ελιάς ελαιοποίησης είναι οι Κορωνέικη, Κοθρέικη και Μεγαρείτικη ενώ οι
κυριότερες ποικιλίες επιτραπέζιας ελιάς είναι οι ποικιλίες Κονσερβολιά και Καλαμών.
34 Η παραγωγικότητα εργασίας για την ελαιοκαλλιέργεια υπολογίστηκε για την Ελλάδα σε 15,2 τόννοι ελιάς ανά μονάδα εργασίας (ισοδύναμο πλήρους ετήσιας απασχόλησης) έναντι 20 τόνων για την Ιταλία και 45 τόνων για την Ισπανία. Επιπλέον στην Ελλάδα η παραγωγικότητα εργασίας παρέμεινε σταθερή την τελευταία δεκαετία ένατι αύξησης της τάξης του 15% στην Ιταλία και στην Ισπανία (Πηγή: Κλαδική μελέτη ΕΤΕ: Ελαιόλαδο, Προώθηση ποιότητας μέσω συγκέντρωσης
και τυποποίησης –Σεπτέμβριος 2011)
Στην Περιφέρεια δεν υπάρχει καμία Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) ή
Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ) για το ελαιόλαδο ενώ αντιθέτως για τι τις βρώσιμες
ελιές έχουν κατοχυρωθεί τέσσερις (4) ονομασίες38,39
ΠΟΠ Κονσερβολιά Αμφίσσης,
ΠΟΠ Κονσερβολιά Αταλάντης
ΠΟΠ Κονσερβολιά Στυλίδας,
ΠΟΠ Κονσερβολιά Ροβιών η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις επιτραπέζιες ελιές της
ποικιλίας «Κονσερβολιά» που α) συλλέγονται μία‐μία με το χέρι ώστε να μη γίνεται κανένας
«μωλωπισμός» β) έχουν χρώμα πρασινοκίτρινο μέχρι σκούρο πράσινο οι «πράσινες», από
ανοιχτό πράσινο και κίτρινο μέχρι με ανοιχτές καφέ σκιές οι «ξανθές» και από ανοιχτό καφέ
έως σκούρο καφέ και σκούρο πορφυρο‐ιώδες χρώμα οι «μαύρες» γ) υφίστανται εκπίκρανση
με τον φυσικό παραδοσιακό τρόπο όλες οι ελιές (πράσινες, ξανθές και μαύρες) που είναι σε πλήρες βιολογικό στάδιο καθώς και οι ξανθές και μαύρες συμβατικές ελιές και, με την
ισπανική μέθοδο μόνο οι πράσινες συμβατικές ελιές, δ) προέρχονται από ελαιόδενδρα που
καλλιεργούνται στα διοικητικά όρια του Δημοτικού Διαμερίσματος Ροβιών του Νομού
Εύβοιας (περίπου 4.500 στρέμματα). Σημειώνεται ότι η Κονσερβολιά Ροβιών χαρακτηρίζεται
από εξαιρετική πρωιμότητα η οποία οφείλεται σε γενετικούς και κλιματολογικούς
παράγοντες
Από τη συνολική έκταση της ελαιοκαλλιέργειας, σε ένα ποσοστό της τάξης του 10‐12%
εφαρμόζονται οι αρχές της βιολογικής γεωργίας ή της ολοκληρωμένης διαχείρισης. Πιο
συγκεκριμένα, για την καλλιεργητική περίοδο 2011/2012:
Η βιολογική καλλιέργεια εφαρμόστηκε σε 35.000 στρέμματα περίπου (με το 65% αυτής να
συγκεντρώνεται στην ΠΕ Φθιώτιδας) από 900 περίπου παραγωγούς
η ολοκληρωμένη διαχείριση εφαρμόστηκε σε 58.000 στρέμματα με το 85% αυτής να
συγκεντρώνεται στην ΠΕ Φθιώτιδας) από 1.400 παραγωγούς που είναι οργανωμένοι σε 9
ομάδες.
Σημειώνεται ότι, εκτός από τα εμπορικά κίνητρα, σημαντικό ρόλο στη λήψη της σχετικής απόφασης
από τους παραγωγούς, για την υιοθέτηση των απαιτήσεων της βιολογικής γεωργίας ή της
ολοκληρωμένης διαχείρισης κατέχει η πρόσθετη ενίσχυση42 (άμεση ή έμμεση) που συνεπάγεται η
δέσμευσή τους για την εφαρμογή των εν λόγω φιλοπεριβαλλοντικών πρακτικών. Ειδικότερα, και
όσον αφορά στην βιολογική ελαιοκαλλιέργεια η πλέον συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια
εφαρμογής της απαντάται στην περιοχή των Ροβιών Εύβοιας.
Η παραγωγή ελαιόκαρπου επιτραπέζιας ελιάς στην Περιφέρεια υπολογίζεται σε 80.000 τόννους
περίπου (ΕΛΣΤΑΤ 2009). Ωστόσο, όπως αναφέρεται και προηγουμένως ένα τμήμα της παραγωγής
κατευθύνεται στην παραγωγή ελαιολάδου. Από την εκάστοτε ετήσια παραγωγή ελαιόκαρπου που
παραμένει για την παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς:
ένα τμήμα της παραδίδεται/πωλείται ως νωπός καρπός, αμέσως μετά τη συγκομιδή, σε
μονάδες επεξεργασίας και τυποποίησης επιτραπέζιας ελιάς που λειτουργούν σε διάφορες
περιοχές της Περιφέρειας και,ένα τμήμα της διατηρείται από τους παραγωγούς οι οποίοι, αφού τις επεξεργαστούν (με
άλμη) σε δικούς τους χώρους (που δεν ελέγχονται ως προς το κατά πόσο πληρούν τις
απαιτούμενες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας του προϊόντος), εν συνεχεία είτε τις
αυτοκαταναλώνουν, είτε τις πωλούν απευθείας σε τελικούς καταναλωτές (του ευρύτερου
οικογενειακού‐φιλικού τους περιβάλλοντος) είτε τις διοχετεύουν άμεσα ή έμμεσα (μέσω
μεσαζόντων) σε μονάδες επεξεργασίας και τυποποίησης επιτραπέζιας ελιάς που
λειτουργούν στην Περιφέρεια ή και εκτός αυτής. Η πρακτική αυτή, δηλαδή της συντήρησης
του καρπού σε άλμη από τους παραγωγούς (η οποία εφαρμόζεται και σε άλλες περιοχές της
Ελλάδας), έχει ευνοήσει την ανάπτυξη ενός υπερτοπικού εμπορίου ημι‐έτοιμης
επιτραπέζιας ελιάς που έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες ποσότητες επιτραπέζιας ελιάς που
παράγονται στην Περιφέρεια να οδηγούνται προς επεξεργασία εκτός της Περιφέρειας ενώ
παράλληλα, ποσότητες ελαιοκάρπου που παράγονται εκτός Περιφέρειας να καταλήγουν σε
μονάδες επεξεργασίας επιτραπέζιας ελιάς που λειτουργούν στην Περιφέρεια.
Η παραγωγή μεταποιημένης επιτραπέζιας ελιάς στην Περιφέρεια για την περίοδο 2012/13
εκτιμήθηκε στους 23.000 τόννους περίπου, με το 65% αυτής της παραγωγής να συγκεντρώνεται
στην ΠΕ Φθιώτιδας.
Στην ΠΕ Εύβοιας λειτουργούν 5 επιχειρήσεις τυποποίησης και επεξεργασίας επιτραπέζιας
ελιάς εκ των οποίων οι τρεις δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Εύβοια και οι άλλες δύο στην
Κεντρική (πλησίον της Χαλκίδας) και οι οποίες στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται ως
εκσυγχρονισμένες, ενώ ορισμένες από αυτές έχουν έντονη εξαγωγική δραστηριότητα. Ο
βαθμός αξιοποίησης της τοπικής παραγωγής από τις επιχειρήσεις αυτές, πλην της
περίπτωσης του ΑΣ Ροβιών είναι ιδιαίτερα περιορισμένος, ιδιαίτερα από τις επιχειρήσεις
που διαθέτουν τις παραγωγικές τους εγκαταστάσεις στην Κεντρική Εύβοια
Η έκθλιψη του ελαιολάδου πραγματοποιείται στα ελαιοτριβεία των οποίων ο αριθμός συνολικά
στην Περιφέρεια ανέρχεται σε 170. Ειδικότερα44,
Στην ΠΕ Εύβοιας λειτουργούν 70 ελαιοτριβεία με μέση δυναμικότητα που ανέρχεται σε
15000 κιλά/8ωρο περίπου. Τα κλασσικά ελαιοτριβεία τα οποία αποτελούν το 15% του
συνόλου των ελαιοτριβείων της ΠΕ Εύβοιας διαθέτουν πολύ χαμηλή δυναμικότητα (περίπου
6.000 κιλά/8ωρο) ενώ τα φυγοκεντρικά (τα οποία στο σύνολό τους είναι τριφασικά) έχουν
μέση δυναμικότητα της τάξης των 17.000 κιλών/8ωρο με ορισμένα ωστόσο να έχουν
ιδιαίτερα μεγάλη δυναμικότητα, για τα δεδομένα της περιοχής, η οποία ανέρχεται κοντά
στα 45.000κιλά/8ωρο. Επιπλέον, σημειώνεται ότι αρκετά από τα ελαιοτριβεία, παρά το
γεγονός ότι διαθέτουν σύγχρονο εξοπλισμό, λειτουργούν σε πεπαλαιωμένες εγκαταστάσεις
και χρήζουν εκσυγχρονισμού.
Ο τρόπος με τον οποίο δραστηριοποιείται η πλειοψηφία των ελαιοτριβείων στην Περιφέρεια
(μεμονωμένη έκθλιψη και ανεπαρκής/μη σταθερή διασύνδεση με τυποποιητήρια ελαιολάδου) έχει
ως αποτέλεσμα:
Να δυσχεραίνεται η υιοθέτηση του συστήματος της κοινής έκθλιψης, το οποίο μπορεί να
εξασφαλίσει πρωτίστως μεγαλύτερη παραγωγικότητα (καθώς η γραμμή παραγωγής
λειτουργεί συνεχώς και χωρίς διακοπή), αλλά και να συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας
του ελαιολάδου (καθώς περιορίζεται ο χρόνος αναμονής από την άφιξη του ελαιοκάρπου
μέχρι την έκθλιψη του ελαιολάδου). Στην Περιφέρεια το σύστημα της κοινής έκθλιψης δεν
εφαρμόζεται σε κανένα ελαιοτριβείο, παρά το γεγονός ότι ορισμένες μονάδες έχουν τον
κατάλληλο εξοπλισμό που μπορεί να υποστηρίξει την εφαρμογή της (συσκευές μέτρησης
ελαιοπεριεκτικότητας)
Να ευνοείται η διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ελαιολάδου ως μη τυποποιημένου (χύμα).
Ειδικότερα, ευνοείται η διατήρηση και διακίνηση σημαντικών ποσοτήτων ελαιολάδου από
τους ίδιους τους παραγωγούς για ίδια κατανάλωση και μικροεμπορία (στο ευρύτερο
οικογενειακό‐φιλικό τους περιβάλλον). Οι μοναδιαίες αυτές ποσότητες (δηλαδή οι
ποσότητες ανά παραγωγό) μπορεί να θεωρούνται μικρές για τη βιομηχανία (της τάξης των
100–500 κιλών), αλλά αθροιστικά συνιστούν μια σημαντική ποσότητα, η οποία καταλήγει
από τους παραγωγούς απευθείας στους τελικούς καταναλωτές χωρίς α) να τηρούνται πάντα
οι απαιτούμενες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας κατά τα στάδια της αποθήκευσης και
διακίνησης β) να συνοδεύονται από αντίστοιχα παραστατικά (φοροδιαφυγή) και γ) να
εφαρμόζεται η ισχύουσα νομοθεσία περί συσκευασίας του ελαιολάδου σύμφωνα με την
οποία δεν επιτρέπεται η διακίνηση ελαιολάδου σε συσκευασίες μεγαλύτερες των 5 λίτρων.
Συνολικά, οι ποσότητες ελαιολάδου που διακινούνται χύμα από τους μεμονωμένους παραγωγούς
αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της συνολικής παραγωγής με αποτέλεσμα μόνο ένα πολύ μικρό
τμήμα της τοπικής παραγωγής να φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης παρά το γεγονός ότι στην
Περιφέρεια λειτουργούν 20 εγκαταστάσεις τυποποίησης ελαιολάδου (από 9 στις ΠΕ Φθιώτιδας και
Εύβοιας και από 1 στις ΠΕ Βοιωτίας και Φωκίδας)45 με τεράστιες διαφορές μεταξύ τους ως προς τη
δυναμικότητά τους.
Ορισμένες (λίγες στον αριθμό) από τις εγκαταστάσεις αυτές ανήκουν σε μεγάλες επιχειρήσεις οι
οποίες δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο των τροφίμων, διαθέτουν μεγάλους
αποθηκευτικούς χώρους και παραγωγικές εγκαταστάσεις, συγκεντρώνουν και επεξεργάζονται
ελαιόλαδα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας και έχουν αναπτύξει εκτεταμένα δίκτυα διανομής
στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όλως ενδεικτικά αναφέρεται ότι μια εξ’αυτών των επιχειρήσεων
επιλέγει και διακινεί σε ετήσια βάση 20.000 τόνους ελληνικού ελαιόλαδου δηλαδή ποσότητα που
υπερβαίνει την μέση ετήσια παραγωγή ελαιολάδου της Περιφέρειας. Οι επιχειρήσεις αυτές
τυποποιούν και συσκευάζουν ελαιόλαδο είτε για λογαριασμό μεγάλων πελατών τους (private label
ελαιόλαδα), είτε προωθούν στην αγορά τα δικά τους επώνυμα προϊόντα επενδύοντας σημαντικά
ποσά στη διαφήμιση των προϊόντων τους Οι υπόλοιπες εγκαταστάσεις τυποποίησης ελαιολάδου ανήκουν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις,
(μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται καμία συνεταιριστική), που ασχολούνται σχεδόν
αποκλειστικά με την τυποποίηση ελαιολάδου δηλαδή δεν έχουν άλλες επιχειρηματικές
δραστηριότητες. Και αυτές οι επιχειρήσεις, σε μικρότερο βαθμό όμως από τις προηγούμενες,
συγκεντρώνουν ελαιόλαδο από διάφορες περιοχές της Περιφέρειας αλλά και εκτός Περιφέρειας
διαθέτουν μικρότερα δίκτυα διανομής, έχουν επενδύσει σε συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας
και της ποιότητας των προϊόντων τους και, τοποθετούν τα προϊόντα τους στις αγορές των μεγάλων
αστικών κέντρων της Περιφέρειας, όμορων Περιφερειών και σε επιλεγμένες αγορές του εξωτερικού.
Βασική διαπίστωση όσον αφορά στο κύκλωμα παραγωγής και εμπορίας τυποποιημένου
ελαιολάδου είναι ότι υπάρχει μια έντονα αρνητική συσχέτιση μεταξύ του μεγέθους των
επιχειρήσεων τυποποίησης ελαιολάδου της Περιφέρειας και της αξιοποίησης ελαιόλαδου με
προέλευση την Περιφέρεια.
Επιπλέον σημειώνεται ότι ο κατακερματισμός που καταγράφεται στο στάδιο της καλλιέργειας
ελαιοκάρπου διατρέχει όλο το σύστημα παραγωγής ελαιοκομικών προϊόντων επιτρέποντας να
υποστηριχθεί ότι η ελαιοκαλλιέργεια σε μεγάλο βαθμό δεν είναι οργανωμένη γύρω από ένα
επιχειρηματικό μοντέλο αλλά ασκείται με σκοπό τη δημιουργία συμπληρωματικού εισοδήματος για
το αγροτικό νοικοκυριό..
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑΣΕ ΚΑΙ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ
Αν θέλετε να δημοσιεύσετε ένα βίντεο youtube ή μια εικόνα στο σχόλιό σας, χρησιμοποιήστε (με αντιγραφή/επικόληση, copy/paste) το κωδικό: [img] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΙΚΟΝΑΣ ΕΔΩ [/img] για την ανάρτηση εικόνων και [youtube] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ YouTube-VIDEO ΕΔΩ [/youtube] για τα βίντεο YouTube
ΣΗΜ. Οι διαχειριστές του ΕΒ δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τα σχόλια τρίτων σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 13 του ΠΔ 131/2003.