#ΛΑΟΥΡΑ ΒΑΒΑΛΙΟΥ, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
#ΠΑΝΤΟΛΕΩΝ ΣΚΑΓΙΑΝΝΗΣ, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Οι οικοκοινότητες (ecovillages) στην πρώτη τους μορφή εμφανίστηκαν ως πειραματικοί χώροι και νησίδες αειφορίας, οι οποίες δημιουργήθηκαν από ανθρώπους που αντάμωσαν συνειδητά, οραματιζόμενοι έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, γύρω από την επανασύνδεσή τους με τη φύση και με τους συνανθρώπους τους.Η δικτύωση αυτών των εγχειρημάτων με σκοπό τη μετάδοση της αποκτηθείσας εμπειρίας τους, τις ανέδειξε σε μια ευρέως διαδεδομένη και αποδεκτή πρακτική, η οποία βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη.
Σήμερα, παράλληλα με τα εγχειρήματα οικο-κοινοτήτων που υποστηρίζονται κυρίως μέσα από δομές συνεταιρισμών κατοικίας και πρωτοβουλίες ευαισθητοποιημένων οικολογικά και κοινωνικά πολιτών των ανεπτυγμένων χωρών, οι οικο-κοινότητες συναντώνται και ως τμήματα κεντρικών πολιτικών των αναπτυσσόμενων χωρών, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της οικολογικής καταστροφής, την καταπολέμηση της φτώχειας, την αναζωογόνηση της υπαίθρου (π.χ. Σενεγάλη, Αϊτή, Βιετνάμ). Το πλαίσιο εφαρμογής τους εξαπλώνεται και η δημιουργία τους εμφανίζεται ως μία αναδυόμενη εναλλακτική πρόταση απέναντι στις διαφορετικές εκφάνσεις της συστημικής κρίσης της ανάπτυξης.
Στο συγκεκριμένη εργασία, αναζητείται η σύνδεση της πρακτικής των οικο-κοινοτήτων με τον σχεδιασμό.
Μέσα από τη θεωρητική διερεύνηση των οικο-κοινοτήτων αλλά και την εξέταση του φιλοσοφικού υποβάθρου που πλαισιώνει την ύπαρξή τους, συζητιούνται οι έννοιες της βιώσιμης ανάπτυξης και απο-ανάπτυξης, και εξετάζονται οι θεωρητικές τους προεκτάσεις. Η μελέτη πέντε σχεδιαστικών προσεγγίσεων, που έχουν επηρεάσει τη δομή και τις πρακτικές που εφαρμόζονται στο εσωτερικό των οικοκοινοτήτων, πραγματοποιείται, προκειμένου να προταθεί μια ολοκληρωμένη σχεδιαστική προσέγγιση της οικο-κοινότητας, η οποία επιδιώκει να δώσει τις βασικές κατευθύνσεις γύρω από τον επαναπροσδιορισμό του ίδιου του ρόλου και του τρόπου σχεδιασμού σήμερα.
Η προσέγγιση αυτή επιχειρεί τη μεταφορά του φαντασιακού της βιώσιμης απο-ανάπτυξης στο σχεδιασμό και αποτυπώνεται μέσα από την παρουσίαση ενός πλαισίου στόχων και εννοιών.
Οι πέντε αυτοί στόχοι και έννοιες προκύπτουν μεθοδολογικά μέσα από την αποδόμηση καθεμιάς από τις πέντε σχεδιαστικές προσεγγίσεις; του σχεδιασμού της 'περμακουλτούρας' (permaculture design), του οικολογικού (ecological design), του αναγεννητικού (regenerative design), του συστημικού (whole system design) και του φυσικού σχεδιασμού (natural design) και κυρίως μέσα από την αναζήτηση των διακριτών χαρακτηριστικών τους. Καθεμία προσέγγιση αναλύεται μέσα από τους ορισμούς και τις αρχές της, με στόχο να καταφέρει να φωτίσει μια διαφορετική πτυχή της σχεδιαστικής διαδικασίας του νέου μοντέλου σχεδιασμού που προτείνεται σ' αυτή την εργασία, και που σε μεγάλο βαθμό είναι επηρεασμένο από τις αρχές και τις πρακτικές των οικοκοινοτήτων.
1. Εισαγωγή
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η ιδέα της οικοκοινότητας, που έχει ελάχιστα απασχολήσει την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Η έλλειψη σχετικής ελληνικής βιβλιογραφίας στηρίζεται σε κάποιο βαθμό στο γεγονός πως για πολλά χρόνια η έννοια αφορούσε μία τελείως άγνωστη πρακτική για την Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο και κυρίως μέσα από την οικονομική κρίση, οι έννοιες της οικοκοινότητας, της αποανάπτυξης, της τοπικοποιήσης μπαίνουν σε ένα πλαίσιο συζήτησης αλλά και πρακτικής εφαρμογής, το οποίο έχει ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται. Η παρατηρούμενη κινητικότητα των πολιτών προς νέα μοντέλα συμβίωσης και συνεργασίας και η ενεργοποίηση μέρους της ελληνικής κοινωνίας γύρω από την αναζήτηση μιας πιο οικολογικής, συνεργατικής, βιώσιμης και ανθρώπινης ζωής, αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό την πηγή έμπνευσης για την εκπόνηση αυτής της εργασίας.
Η ανάδυση και διάδοσή των οικοκοινοτήτων ήταν η απόρροια μίας εξελικτικής σύνθεσης των ευρύτερων κινημάτων 'αντικουλτούρας' που εμφανίστηκαν κυρίως μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τέσσερεις βασικοί πυλώνες κινημάτων στη Δύση που επηρέασαν και συνέβαλαν στην ανάπτυξη των οικοκοινοτήτων συνοψίζονται γύρω από το ειρηνιστικό, το σύγχρονο περιβαλλοντικό (Kirby, 2003), το κίνημα ενάντια στην οικονομική παγκοσμιοποίηση (Jackson, 2004) και το κίνημα της εθελούσιας απλότητας (voluntary simplicity movement)1 (Schor, 1998 στο Ergas, 2010). Εξίσου σημαντικές επιρροές ωστόσο, υπήρξαν και από την Ανατολή. Οι αρχές του Γκάντι στις μοναστηριακές κοινότητες, τα Άσραμ, τα Κίμπουτζ στο Ισραήλ κλπ. αποτέλεσαν ένα σύνολο παραδειγμάτων κοινοτικής ζωής και έκφρασης, προσανατολισμένης στην αυτάρκεια και την αποκέντρωση, από την οποία οι οικοκοινότητες είναι βαθειά επηρεασμένες.
Τα παραπάνω αποδεικνύουν πως δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει αναφορά στην πρώτη οικοκοινότητα, καθώς ο χαρακτηρισμός αυτός δόθηκε στα διάφορα εγχειρήματα πολύ αργότερα.
Ο όρος 'ecovillage' και 'okodorf συναντήθηκε για πρώτη φορά στο τέλος της δεκαετίας του '70 και η χρήση του είχε άλλες αναφορές. Αντίθετα, τα παλαιότερα παραδείγματα οικοκοινοτήτων χρονολογούνται από το 1930. Από τις πρώτες θεωρούνται η ισλανδική Solheimar (1930) και η Celo στη Β. Καρολίνα (1937), ακολουθούν η Findhorn της Σκωτίας (1962) και η Farm στο Τενεσί (1971), ενώ το πρώτο πιο ολοκληρωμένο και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα οικοκοινότητας, το οποίο έθεσε στο επίκεντρο την οικολογία και την περμακουλτούρα, είναι η Crystal Waters (1985) στην Αυστραλία (Norbeck, 1997).
Είναι λοιπόν από τη δεκαετία του '90 και μετά, με την ευρεία διάδοση του ορισμού του Gilman για το περιεχόμενο των οικοκοινοτήτων, που περισσότερες πρωτοβουλίες αυτοδιαχείρισης και συνειδητές κοινότητες, ανεξάρτητα τον αρχικό περιβαλλοντικό, κοινωνικό ή πνευματικό προσανατολισμό τους, στέφονται υπό αυτόν τον όρο. Η άνθιση τέτοιων προσπαθειών οδηγεί στην ίδρυση του πρώτου εθνικού δικτύου οικοκοινοτήτων, στη Δανία, το 1994, ενώ ακολουθούν η ίδρυση του Παγκόσμιου Δικτύου Οικοκοινοτήτων (GEN) και των τριών περιφερειακών δικτύων Αμερικής (ENA), Ευρώπης (GEN-Europe), Ασίας-Ωκεανίας (GENOA-Oceania/Asia) με σκοπό τη διάδοση της αποκτηθείσας εμπειρίας τους πάνω σε ζητήματα αειφορίας, στον αναπτυσσόμενο Νότο.
2. Θεωρητικές προσεγγίσεις της οικοκοινότητας
Η πληθώρα των εγχειρημάτων ανά τον κόσμο και ο διαφορετικός προσανατολισμός καθενός απ' αυτά, βάσει των συνθηκών υπό τις οποίες γεννήθηκε, δημιουργεί ένα μεγάλο φάσμα και μια ποικιλομορφία ως προς τους επιμέρους στόχους της κάθε οικοκοινότητας. Το πολιτικό, πολιτισμικό, περιβαλλοντικό, οικονομικό πλαίσιο της κάθε περιοχής θέτει διαφορετικές προτεραιότητες στην επιδίωξη της αειφορίας, γεγονός που συχνά διαφοροποιεί τα εγχειρήματα μεταξύ τους ως προς το ρόλο, την οργάνωση και τη λειτουργία τους, καθιστώντας δύσκολη την απόδοση ενός ενιαίου ορισμού της οικοκοινότητας.
Σύμφωνα με τον Gesota, ο Dawson, συγγραφέας του Ecovillages: New Frontiers for Sustainability, ορμώμενος από αυτή ακριβώς τη δυσκολία, κάνει μια απόπειρα να συμπυκνώσει την ουσία των οικοκοινοτήτων μέσα από τον ορισμό των βασικών τους χαρακτηριστικών. Σε αυτά περιλαμβάνει:
• την έννοια της κοινότητας, ως απάντηση στην αποξένωση και τη σύγχρονη μοναξιά
• τη δράση και την πρωτοβουλία των πολιτών, τη σημασία των τοπικών πόρων, της φαντασίας και του οράματος όσων την απαρτίζουν και λιγότερο του κράτους και των επίσημων θεσμών
• τη διεκδίκηση για την επανάκτηση του ελέγχου των τοπικών πόρων
• το ισχυρό πλαίσιο κοινών αξιών
• τη συμβολή τους ως κέντρα έρευνας και εκπαίδευσης σε διαφορετικούς εξειδικευμένους τομείς με σκοπό τη διάδοση της αποκτηθείσας γνώσης στον υπόλοιπο κόσμο (Dawson, 2006 στο Gesota, 2007:24)
Στη βιβλιογραφία συναντώνται και άλλες διαφορετικές προσεγγίσεις και ορισμοί, με αναλυτικότερες εκείνες του Folke Gunter4, του Boverket5, των Hildur Jackson & Karen Svensson6 και του Shen-Lung Lin7. Ο πιο διαδεδομένος και παγκοσμίως αποδεκτός ορισμός ωστόσο, είναι εκείνος του Gilman, ο οποίος περιγράφει την οικοκοινότητα ως 'έναν πλήρως λειτουργικό οικισμό φτιαγμένο για την ανθρώπινη κλίμακα, στον οποίο οι δραστηριότητες είναι ακίνδυνα ενσωματωμένες στον φυσικό κόσμο, με τρόπο υποστηρικτικό προς την υγιή ανθρώπινη ανάπτυξη και με τρόπο που μπορούν να συνεχίζονται επ' αόριστον στο μέλλον' (Gilman, 1991:10).
Από τον ορισμό απουσιάζουν λεπτομερείς αναφορές όπως για το μέγεθος, τις δραστηριότητες και τις πρακτικές των οικοκοινοτήτων, ενώ οι έννοιες της 'υγιούς ανθρώπινης ανάπτυξης' και του 'πλήρως λειτουργικού οικισμού', μπορεί να θεωρηθεί πως δημιουργούν περαιτέρω ερωτήματα ως προς τη σαφήνεια τους. Ο συγκεκριμένος ορισμός ωστόσο, επικεντρώνεται στο ευρύτερο όραμα, στη φιλοσοφία και στο ιδεατό της οικοκοινότητας, όπως αυτό το εμπνεύστηκε ο βασικότερος εκπρόσωπος του κινήματος των οικοκοινοτήτων, ο Gilman. Στόχος άλλωστε αυτής της θεωρητικής προσέγγισης, ήταν να θέσει υπό την σκέπη της το σύνολο των συνειδητών κοινοτήτων ανά τον κόσμο, οι οποίες αποσκοπούσαν σε έναν βιώσιμο τρόπο διαβίωσης.
Σήμερα, με την υπάρχουσα εμπειρία των εγχειρημάτων, έχει καταστεί σαφές πως το ενδιαφέρον οφείλει να μετατοπιστεί από τη διατύπωση ενός βέλτιστου ορισμού των οικοκοινοτήτων στην διατύπωση του συνολικού στόχου τους. Ο Gilman αρκετά χρόνια μετά τον ορισμό που είχε δώσει, επισημαίνει πως 'πρέπει να υπάρξει διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των οικοκοινοτήτων, χωρίς ωστόσο να χαθεί το σημείο εστίασης, ενώ ο όρος οικοκοινότητα πρέπει να αντικατασταθεί με εκείνον της βιώσιμης διαβίωσης σε κοινότητα' (http://www.ecovillagenews.org/). Με το παραπάνω, θέτει στο επίκεντρο την έννοια της βιώσιμης διαβίωσης, ως έκφραση της αειφορίας την οποία επιδιώκουν οι οικοκοινότητες. Πόσο κοντά είναι ωστόσο σε αυτή τη θεώρηση η βιώσιμη ανάπτυξη;
3. Οικοκοινότητες & βιώσιμη από-ανάπτυξη
Η βιωσιμότητα της συνεχούς ανάπτυξης αν και αποτέλεσε πεδίο έρευνας και συζητήσεων στους περισσότερους επιστημονικούς κλάδους και τέθηκε στο επίκεντρο διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, ΟΟΣΑ, ΕΕ) και κρατικών πολιτικών, αποτελεί μία έννοια που επιδέχεται πολλή κριτική. Μια πρώτη βάση κριτικής είναι τα πενιχρά αποτελέσματα που έχουν σημειωθεί μέχρι σήμερα όσον αφορά στα επίπεδα υλοποίησης των στόχων μείωσης των ρύπων, καταπολέμησης των ανισοτήτων κλπ. Ένα δεύτερο επίπεδο κριτικής ωστόσο, στηρίζεται στη σύγχυση που προκαλεί η ύπαρξη τόσο αντιδιαμετρικά αντίθετων προσεγγίσεων (weak vs strong sustainability)8 της έννοιας της αειφορίας - βιωσιμότητας. Η ύπαρξη ή μη, σύγκρουσης οικονομικής μεγέθυνσης-περιβάλλοντος στη βιώσιμη ανάπτυξη, δομείται γύρω από ιδεολογικούς πόλους του νεοκλασικού και ριζοσπαστικού οικολογικού τρόπου σκέψης αντίστοιχα, που υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη άποψη, εξαιρώντας σημαντικές πτυχές η μία από την άλλη.
Έτσι, ενώ η ήπια αειφορία οραματίζεται μια κοινωνία συνεχούς τεχνολογικής εξέλιξης και ανασυγκρότησης, δεν περιέχει στο σενάριό της, οποιαδήποτε προσπάθεια διαφοροποίησης, μετάλλαξης των καταναλωτικών της προτύπων και συνολικά του φαντασιακού της, προκειμένου να οδηγηθεί σε πραγματικά φιλικότερες περιβαλλοντικά λύσεις. Οι κανόνες της οικονομίας των αγορών και του παγκοσμίου εμπορίου υιοθετούνται (Θεοδωρόπουλος, 2013) και πάνω τους εναπόκειται η λύση των όποιων περιβαλλοντικών προβλημάτων, παρόλο που απουσιάζει από αυτούς οποιαδήποτε βιοφυσική βάση, που θα καθιστούσε κάτι τέτοιο εφικτό (Georgescu-Roegen, 1971 στο Latouche, 2013).
Η ισχυρή αειφορία από την άλλη, αν και αποσκοπεί στην αλλαγή της κυρίαρχης κουλτούρας της κατανάλωσης προτείνοντας μία επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης ανθρώπου και φύσης, τίθεται ως προσωπική συνειδητοποίηση και ατομική επιλογή, και όχι ως εναλλακτική πρόταση στις αναπτυξιακές πρακτικές και στα κυρίαρχα κοινωνικά-οικονομικά μοντέλα. Η θεώρηση των περιορισμένων δυνατοτήτων στην υποκατάσταση φυσικού - βιομηχανικού κεφαλαίου, επιβάλει την αναθεώρηση της σχέσης προσφοράς - ζήτησης των φυσικών πόρων, ωστόσο μέσα από μια βαθειά οικοκεντρική πρόταση, η οποία προβάλει την κυριαρχία της φύσης (Παπαγιαννόπουλος,2010).
Στον αντίποδα όλων των παραπάνω, τα τελευταία χρόνια προτάσσεται η έννοια της βιώσιμης από-ανάπτυξης. Μια λέξη η οποία έχει χαρακτηριστεί όρος βόμβα, όρος ομπρέλα, ερμηνευτικό πλαίσιο κοινωνικών φαινομένων κλπ. Στον πυρήνα του περιεχομένου της, είναι η έξοδος από τον οικονομισμό (Fournier, 2013) και η κριτική στην ηγεμονία της ανάπτυξης (Demaria, κ.α., 2013). Σε αντίθεση με τη βιώσιμη ανάπτυξη, αποσκοπεί στη μετάβαση σε μια διαφορετική βάση παραγωγής και κατανάλωσης, στη δημιουργία μιας μικρότερης κλίμακας οικονομίας, η οποία απαντά στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων αλλά και των οικοσυστημάτων (Καλλής, κ.α., 2013), μέσα από την αναθεώρηση των ίδιων των αναγκών και τον επαναπροσδιορισμό όσων σήμερα συστήνουν το περιεχόμενο της κοινωνικής ευημερίας.
Η επιλογή του όρου αποανάπτυξη αντί αυτού της από-μεγέθυνσης, τονίζει πως στόχος δεν είναι απλά η μείωση του ΑΕΠ σε έναν κόσμο της ανάπτυξης (οικονομική ύφεση), αλλά η υιοθέτηση ενός κριτικού πνεύματος και μίας διαφορετικής αντίληψης για την ποιότητας ζωής. Σύμφωνα με τον Καλλή, ο Odum αναφέρεται στην αποανάπτυξη ως μια 'ευημερούσα κάθοδο, μέσω αναδιοργάνωσης βασικών κοινωνικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών, πολιτικών θεσμών και δομών' (Odum, 2001 στο Καλλής, 2013:116). Τίθεται επομένως ως ζήτημα κοινωνικό και όχι προσωπικό. Η αναδιατύπωση των οικονομικών σχέσεων γίνεται με όρους πολιτικούς σε μία ανθρωποκεντρική προσέγγιση, η οποία λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τις περιβαλλοντικές ανησυχίες. Η πρόταση της αποανάπτυξης έρχεται ως επιλογή, όχι ως οικολογική προσταγή, δεν παρουσιάζεται ως η εναλλακτική λύση, δεν είναι ιδεολογία, ή ολοκληρωμένη θεωρία, δεν είναι σχέδιο ή αυτοσκοπός, είναι μία πολυδιάστατη έννοια με ανοικτές στη δημόσια συζήτηση τις διαφορετικές προσεγγίσεις και προτάσεις για πρακτικές εφαρμογές (Fournier, 2013).
Σύμφωνα με τους Demaria κ.α, ο Fabrice Flipo (2007) θεώρησε πως οι αρχές της αποανάπτυξης προέρχονται από πέντε ρεύματα οικολογικής και κοινωνικής σκέψης, τα οποία αναπτύχθηκαν μέσα σε διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους και στη βιβλιογραφία αναφέρονται ως οικολογία, κριτική στην ανάπτυξη & αντι-ωφελιμισμός, νόημα της ζωής & ευημερία, βιο-οικονομικά και δικαιοσύνη (Fabrice Flipo, 2007 στο Demaria, κ.α., 2013). Σε αυτά, οι Demaria κ.α προσέθεσαν τη δημοκρατία. Οι συνολικά έξι θεωρητικές πηγές εμφανίζονται συμπληρωματικές και ισότιμες στον τρόπο που συστήνουν την έννοια της αποανάπτυξης, και αναλύονται παρακάτω.
Η οικολογία αναδεικνύει την αναγκαιότητα της συμβιωτικής σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, καθώς αναγνωρίζει τις πιέσεις που το υπάρχον οικονομικό σύστημα ασκεί στα οικοσυστήματα. Η κριτική στην ανάπτυξη και ο αντι-ωφελιμισμός προερχόμενα από τον κλάδο της ανθρωπολογίας, εμβαθύνουν στην κριτική του οικονομικού ανθρώπου και καλούν για αναθεώρηση των αξιών, των οικονομικών και ανθρώπινων σχέσεων. Το νόημα της ζωής και η ευημερία, από την ψυχολογία αναφέρονται στο παράδοξο του Easterlin9 και κάνουν λόγο για το κίνημα της εθελούσιας απλότητας, μετατοπίζοντας το βάρος της ευτυχίας από τα υλικά αγαθά. Τα βιο-οικονομμικά, από τον κλάδο της οικονομίας, θέτουν όρια στην ανάπτυξη μέσω της θεωρίας της εντροπίας10, ενώ η δημοκρατία ως έννοια εισάγει τους όρους μιας νέας πολιτικοποιημένης οικονομίας μεταξύ πολιτών που συμμετέχουν και διεκδικούν βασιζόμενοι στην αρχή της αυτάρκειας. Τέλος η δικαιοσύνη, εστιάζει στη σύζευξη της κοινωνικής δικαιοσύνης και της περιβαλλοντικής αειφορίας, με μέσα διαφορετικά από εκείνα της αγοράς και της επιδίωξης του αυξανόμενου πλούτου (Demaria, κ.α., 2013).
Οι οικοκοινότητες από την άλλη πλευρά, μέσα από το έργο και την καθημερινότητά τους, αποτυπώνουν με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο και κάνουν πράξη το σύνολο των παραπάνω αρχών. Υιοθετούν οικολογικές πρακτικές στις παραγωγικές τους δραστηριότητες και στον τρόπο δόμησης και οργάνωσής τους (οικολογία). Μειώνουν την απόσταση από τη φύση, κατανοούν τους φυσικούς κύκλους και προσπαθούν για την ελαχιστοποίηση του οικολογικού τους αποτυπώματος (βιο-οικονομικά). Οι ανταλλακτικές σχέσεις που αναπτύσσουν στηρίζονται συχνά στη λεγόμενη οικονομία του δώρου11, ενώ μετατοπίζουν την έμφαση από την ποσότητα στην ποιότητα των αγαθών (κριτική στην ανάπτυξη). Τα μέλη της κοινότητας, αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς μέσα από τη συμβίωση και τη συνεργασία τους και εντάσσονται σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που ικανοποιεί τις βαθύτερες ανάγκες τους για επικοινωνία (νόημα της ζωής). Γίνονται ενεργά μέλη μέσα από διαδικασίες συμμετοχής και συν-απόφασης, μέσα από τρόπους πολιτικοποίησης, δράσης, απόδοσης ευθυνών και δικαιωμάτων (δημοκρατία), τα οποία υποστηρίζουν τη δια-γενεακή δικαιοσύνη (δικαιοσύνη), μέσα από την ορθολογική διαχείριση των πόρων μεριμνώντας για τις επόμενες γενεές, αλλά και τη δικαιοσύνη στο παρόν, μέσα από την επιδίωξη της κοινωνικής μείξης.
Γίνεται έτσι σαφές πως υπάρχει έντονη συσχέτιση μεταξύ της έννοιας της αποανάπτυξης και της λειτουργίας των οικοκοινοτήτων. Τη φιλοσοφική αυτή συγγένεια επισημαίνουν επίσης οι Πετρίδης και Καλλής σημειώνοντας πως «οι οικοκοινότητες αποτελούν ένα από τα παραδείγματα που νοηματοδοτούν και μετουσιώνουν το αποαναπτυξιακό φαντασιακό» (Καλλής & Πετρίδης, 2013:169), ενώ αναφορά σ' αυτές γίνεται και από τον θεωρητικό της αποανάπτυξης, Latouche, ο οποίος μιλά για «δημιουργία οικοκοινοτήτων μέσα στις ίδιες τις πόλεις» (Latouche, 2009 στο Καλλής, 2013:119).
4. Η έννοια της βιώσιμης από-ανάπτυξης στο σχεδιασμό
Το βασικό ερώτημα που προσπαθεί η παρούσα εργασία να απαντήσει, είναι το κατά πόσο οι οικο-κοινότητες, μπορούν να αποτελέσουν κάτι περισσότερο από απλούς θύλακες αειφορίας σε μη βιώσιμα περιβάλλοντα. Πόσο τα διδάγματά αυτών των εγχειρημάτων μπορούν να διαχυθούν στην υπόλοιπη κοινωνία, με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό της; ή με αλλά λόγια, πώς θα μπορούσαν οι οικο-κοινοτικές αρχές να εισχωρήσουν στο χωρικό και οικονομικό σχεδιασμό των πόλεων σήμερα, προκειμένου να παραχθεί ένα ολιστικό πλαίσιο σχεδιασμού που να θέτει το πρόταγμα της απο-ανάπτυξης, στην αναζήτηση της ευημερίας και της βιώσιμης διαβίωσης.
Δεδομένων δύο βασικών συνειδητοποιήσεων-υποθέσεων, πως ο πλανήτης έχει όρια στην ανάπτυξη και πως η ζωή απαιτεί ουσιώδες περιεχόμενο, υπάρχει άμεση ανάγκη διερεύνησης των παραπάνω. Παρόλο που οι οικοκοινότητες δεν αποτελούν τμήμα της κατεστημένης σκέψης του χωρικού σχεδιασμού και οργάνωσης, αποτελούν τη ζωντανή και άμεση πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών αρχών και αξιών της αειφορίας στο τοπικό επίπεδο, και έχουν την επίσημη αναγνώριση από τον ΟΗΕ, ήδη από το 1998, ως ιδανικά μοντέλα βιώσιμης διαβίωσης (http://gen-europe.org/).
Ξεπερνώντας τον σκόπελο της άγνοιας και της ταύτισης της οικοκοινότητας με κοινόβιο χίπηδων, ή με περίκλειστη και απομονωμένη κοινότητα, ή με την έκφραση ενός οράματος επιστροφής στο παρελθόν, μακριά από τον ανθρώπινο πολιτισμό, γρήγορα αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο το όραμά της οικο-κοινότητας μπορεί να εκφραστεί στις ήδη οργανωμένες κοινωνίες. Οικο-κοινότητα, μπορεί να θεωρηθεί ένα κτήριο σε επανάχρηση, ένα οικοδομικό τετράγωνο σε αυτοδιαχείριση, μία γειτονιά ως αστικό χωριό, ένα χωριό της υπαίθρου ως αυτάρκες, μια πόλη, αποτελούμενη από μικρότερα συνδεδεμένα κύτταρα, με μικρό οικολογικό αποτύπωμα. Ο καθένας από τους παραπάνω χωρικούς θύλακες είναι σε θέση να αποτελέσει μια οικο-κοινότητα αρκεί να υπάρχει μια συνεχής προσπάθεια μετάβασης σε βιώσιμη διαβίωση σε συλλογικό επίπεδο.
Σύμφωνα με τον Mare, ο τρόπος που σχεδιάζονται οι οικο-κοινότητες είναι επηρεασμένος από τον Σχεδιασμό της Περμακουλτούρας (Permaculture Design), τον Οικολογικό Σχεδιασμό (Ecological design), τον Αναγεννητικό Σχεδιασμό (Regenerative Design), τον Ολιστικό Συστημικό Σχεδιασμό (Whole System Design) και τον Φυσικό Σχεδιασμό (Natural Design) (Mare, 2009). Η ανάλυση αυτών, γίνεται με άξονα τη δημιουργική σύνθεση των σημείων που υπερτερούν σε κάθε προσέγγιση, προκειμένου να δομηθεί η νέα προσέγγιση που θα ονομάζεται 'σχεδιασμός της οικοκοινότητας/ αποανάπτυξης'.
Εξετάζοντας τις ηθικές αρχές των παραπάνω σχεδιασμών (βλ. Πίνακα 1), διαφαίνεται πως οι πέντε προσεγγίσεις αλληλοσυμπληρώνονται και βασίζονται σε κοινά αξιακά συστήματα. Ο άνθρωπος ως μέρος της φύσης, η φύση ως πηγή μάθησης και μίμησης, η από κοινού τους εξέλιξη, η συστημική θεώρηση της πραγματικότητας, ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης κοινωνίας-φύσης είναι ιδέες που βρίσκονται στον πυρήνα και των πέντε σχεδιασμών. Παρά τις μεταξύ τους ομοιότητες, και οι πέντε αποτελούν ολοκληρωμένες και αυτόνομες σχεδιαστικές προσεγγίσεις. Καθεμία, ωστόσο χρησιμοποιείται για να διατυπώσει μια διαφορετική διάσταση/πτυχή του σχεδιασμού και για να αποτυπώσει σ' αυτήν, με ένα διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, το φαντασιακό της αποανάπτυξης.
Μέσα από το σχεδιασμό της περμακουλτούρας, τονίζεται η διάσταση του σχεδιασμού που έχει να κάνει με τα δομικά χαρακτηριστικά του χώρου. Η έννοια της αποανάπτυξης αποτυπώνεται στο χώρο, μέσα από κατευθύνσεις που αφορούν τόσο στον τρόπο διάταξης, σύνθεσης, χωροθέτησης των δραστηριοτήτων όσο και στο σκεπτικό που οδηγούν στις αντίστοιχες επιλογές. Μέσα από τον οικολογικό σχεδιασμό, ξεχωρίζει η διάσταση των ροών. Η έννοια της αποανάπτυξης εκφράζεται εδώ μέσα από κατευθύνσεις για τον τρόπο διαχείρισης και λειτουργίας του χώρου. Ο αναγεννητικός σχεδιασμός, δίνει έμφαση στον ρόλο του ανθρώπου, και της τοπικής κοινωνίας, ενώ η αποαναπτυξιακή διάσταση προκύπτει κυρίως μέσα από τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου τους στις διαδικασίες παραγωγής ή αναγέννησης του χώρου. Ο συστημικός σχεδιασμός αναδεικνύει την έννοια του συστήματος στον τρόπο οργάνωσης και συντονισμού ενός εγχειρήματος σχεδιασμού. Η αποαναπτυξική λογική εκφράζεται στο είδος και στη μορφή των σχέσεων και στις διαδικασίες αλληλεπίδρασης των διαφόρων δρώντων που εμπλέκονται. Τέλος μέσα από τον φυσικό σχεδιασμό, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στην ποιότητα του αποτελέσματος της σχεδιαστικής διαδικασίας και το φαντασιακό της αποανάπτυξης αποτυπώνεται στα χαρακτηριστικά της νέας πραγματικότητας που υπόσχεται ο σχεδιασμός.
Προκειμένου τα παραπάνω να γίνουν περισσότερο κατανοητά, ακολουθεί στη συνέχεια η αναλυτικότερη παρουσίαση των πέντε προσεγγίσεων σχεδιασμού.
4.1. Σχεδιασμός περμακουλτούρας
Η περμακουλτούρα (permanent agriculture) μεταφρασμένη ως μόνιμη καλλιέργεια, προτάθηκε αρχικά την περίοδο '60-'70 από τους Bill Mollison και David Holmgren στην Αυστραλία, ως ένα σύστημα καλλιέργειας για τα φυσικά οικοσυστήματα, βασισμένο στα πολυετή φυτά (Holmgren, 2002). Το όραμα της μόνιμης καλλιέργειας εξελίχθηκε σε όραμα ενός μόνιμου-βιώσιμου πολιτισμού (permanent culture) και οι αρχές του εφαρμοστήκαν σε πολλούς τομείς, μεταξύ των οποίων και στον σχεδιασμό των πόλεων. Ο ορισμός της περμακουλτούρας αναφέρεται σε «συνειδητά σχεδιασμένα τοπία τα οποία μιμούνται πρότυπα και σχέσεις που υπάρχουν στη φύση, με σκοπό να παράγουν επαρκή τρόφιμα, ίνες και ενέργεια για την κάλυψη των τοπικών αναγκών» (Holmgren, 2002: xix).
Ως στόχος της περμακουλτούρας τίθεται η αυτάρκεια, η οποία αναπαριστάται στη βιβλιογραφία μέσα από ένα διάγραμμα έξι ομόκεντρων ζωνών. Στην περμακουλτούρα της καλλιέργειας το σχεδιαστικό αυτό πρότυπο παρουσιάζει το είδος της καλλιέργειας που επιλέγεται σε κάθε ζώνη. Η καλλιέργεια γίνεται λιγότερο εντατική, οι απαιτήσεις των φυτών σε φροντίδα μειώνονται και οι αντίστοιχες εκτάσεις γης αυξάνονται, προχωρώντας από τον πυρήνα των ζωνών προς τα έξω. Σε κάθε επίπεδο χωρικής κλίμακας, από τον μικρότερο έως τον μεγαλύτερο κύκλο επιδιώκονται κοινά επίπεδα αυτάρκειας, με πρακτικές οι οποίες παρουσιάζουν κλιμάκωση της εφαρμογής τους (Holmgren, 2002).
Ο σχεδιασμός περμακουλτούρας των πόλεων προτείνει τη χρήση αυτού του μοντέλου στον τρόπο οργάνωσης των δραστηριοτήτων στο χώρο. Με άξονα αυτό το πρότυπο επιδιώκεται ο σχεδιασμός τους με τρόπο που η εξυπηρέτηση των περισσότερων αναγκών των κατοίκων να είναι δυνατή στο εσωτερικό της πόλης (αυτάρκεια) και η μείωση των επιπτώσεων να σημειώνεται με την απομάκρυνση από τον πυρήνα της. Κάθε ζώνη επομένως μπορεί να θεωρηθεί πως ορίζεται από τον Εικόνα 1. Πρότυπο βαθμό που είναι αναγκαία η επισκεψιμότητά της (βλ. Εικόνα ομόκεντρων ζωνών 1). Οι ζώνες αυτές ορισμένες φορές μπορεί να ταυτιστούν με τις ζώνες χρήσεων γης. Σε μία μεσαίου μεγέθους πόλη για παράδειγμα, η ζώνη (0) μπορεί να αναπαριστά την οικιστική περιοχή, ενώ η (1) και (2) τις εμπορικές χρήσεις, την εκπαίδευση, την εργασία, δηλαδή τις περιοχές που παρουσιάζουν ισχυρές σχέσεις αλληλεπίδρασης.
Αυτός ο τρόπος σύλληψης ωστόσο, αποτελεί μια διαγραμματική προσέγγιση, η οποία παράγει περισσότερο νοητικά σχήματα, παρά πραγματικές ζώνες διαχωρισμού του χώρου ή των χρήσεων γης. Η μοντέρνα άποψη σχεδιασμού περί ζωνοποίησης δραστηριοτήτων και χρήσεων έχει ελάχιστα να κάνει με τις ζώνες αυτάρκειας που ορίζει ο σχεδιασμός της περμακουλτούρας, στον πυρήνα των οποίων μάλιστα βρίσκεται πάντα η έννοια της πολυλειτουργικότητας.
4.2. Οικολογικός σχεδιασμός
Η δεύτερη προσέγγιση είναι εκείνη του οικολογικού σχεδιασμού. Ο όρος οικολογία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον γερμανό βιολόγο Ernst Haeckel TO 1869, για να περιγράψει την επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών σε ένα συγκεκριμένο τόπο (Χατζημπίρος, 2007). Από τότε, η έννοια εξελίχθηκε ιδιαίτερα, τόσο στην επιστήμη όσο και σε άλλους κλάδους. Η υιοθέτηση του όρου από τον σχεδιασμό προέκυψε από την αποδοχή και υιοθέτηση όλων των ερμηνειών που του δόθηκαν στη διάρκεια του χρόνου, ως επιστήμη, φύση, ιδέα αλλά και κίνημα (Niemela, 1999).
Ο πιο περιεκτικός ορισμός της οικολογίας ως επιστήμη, εκφράστηκε σύμφωνα με τον Mc Donnell από τον Likens, ο οποίος την περιέγραψε ως «επιστημονική μελέτη των διεργασιών που επιδρούν στην κατανομή και στην αφθονία των οργανισμών, στις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και στις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και των ροών ενέργειας και ύλης» (Likens,1992:8 στο McDonnell, 2011:6). Η ουσία του παραπάνω ορισμού, ο οποίος εστιάζει στη σημασία των φυσικών διεργασιών, χρησιμοποιήθηκε από τους σχεδιαστές των πόλεων και μετατόπισε το ενδιαφέρον της σχεδιαστικής διαδικασίας από τον τρόπο οργάνωσης του δομημένου περιβάλλοντος στον τρόπο λειτουργίας και διαχείρισης των ροών του, θέτοντας ως στόχο την οικολογική ισορροπία των πόλεων.
Στην επιστήμη της οικολογίας, προκειμένου να υπάρξει η σωστή διαχείριση των οικοσυστημάτων είναι αναγκαία η κατανόηση των διεργασιών και της λειτουργίας τους. Βασική μεθοδολογία για την ανάλυσή τους είναι η μελέτη των ροών ύλης και ενέργειας ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του οικοσυστήματος, καθώς και των ανταλλαγών της ύλης και της ενέργειας που πραγματοποιούν με το ευρύτερο περιβάλλον τους (Χατζημπίρος, 2007).
Αντίστοιχα, στον οικολογικό σχεδιασμό, οι πόλεις ερμηνεύονται ως οικοσυστήματα και για τη μελέτη τους αξιοποιείται το ίδιο πρότυπο ανάλυσης εισροών και εκροών που παρουσιάστηκε προηγουμένως. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να ρυθμιστούν τα επίπεδα παραγωγής και κατανάλωσης της πόλης, προκειμένου να υπάρξει η επιδιωκόμενη οικολογική ισορροπία. Ο τύπος των διεργασιών στο εσωτερικό τους αλλά και οι σχέσεις που θα αναπτύξουν με το ευρύτερο περιβάλλον τους επιδιώκονται μέσω μέτρων διαχείρισης και τρόπων ρύθμισης, αντίστοιχων με εκείνων που υπάρχουν στη φύση.
Η φυσική ανακύκλωση εμπνέει τον οικολογικό σχεδιασμό, ο οποίος προτείνει τον κυκλικό μεταβολισμό των πόλεων (βλ. Εικόνα 2), δηλαδή την εισαγωγή διαδικασιών κυκλικού τύπου για την ανακύκλωση της παραγωγής και την εκ νέου εισαγωγή των εκροών στο αστικό σύστημα, με αποτέλεσμα την παραγωγή πολύ λιγότερων απορριμμάτων, την εξοικονόμηση πόρων και το μικρότερο οικολογικό αποτύπωμα, στοχεύοντας στην οικολογική ισορροπία.
4.3. Αναγεννητικός σχεδιασμός
Η τρίτη προσέγγιση, του αναγεννητικού σχεδιασμού συστήθηκε από τον John T. Lyle το 1994. Η έννοια της αναγέννησης (regeneration) έχει χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως από τον σχεδιασμό και σε συνδυασμό με τους εναλλακτικούς όρους rebirth ή renewal, τις περισσότερες φορές, υπονόησε πρακτικές αναδόμησης κατεστραμμένων ή υποβαθμισμένων περιοχών. Τα τελευταία χρόνια η ίδια έννοια χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να αποδώσει μία θετική διάσταση στη σχεδιαστική διαδικασία, μέσω της ερμηνείας του όρου, όχι μόνο ως επανόρθωση αλλά και ως νέα δημιουργία. Η προσέγγιση αυτή γεννήθηκε για να διαφοροποιηθεί τόσο από την έννοια του πράσινου (green) όσο και του οικο-βιώσιμου (eco-sustainable) σχεδιασμού, υπονοώντας πως στόχος δεν είναι ούτε η μεμονωμένη βελτίωση του δομημένου περιβάλλοντος αλλά ούτε και η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος (βλ. Εικόνα 3). Ο αναγεννητικός σχεδιασμός θέτει ως στόχο τη «συν-εξέλιξη των ανθρώπινων και φυσικών συστημάτων» (Cole, 2011:2).
Η προσέγγιση αυτή έχει ως κέντρο της ανάλυσής της την έννοια του τόπου, ο οποίος ορίζεται από το φυσικό περιβάλλον της περιοχής και από το δυναμικό των ανθρώπων της. Ο σχεδιασμός της περμακουλτούρας και ο οικολογικός έχουν εστιάσει στη σχεδίαση των χωρικών στοιχείων και στη διαχείρισή των φυσικών πόρων ενός τόπου, ο αναγεννητικός σχεδιασμός προσθέτει στις παραπάνω προσεγγίσεις ακόμη μία διάσταση, εμβαθύνοντας στον ρόλο του ανθρώπου-κάτοικου και της τοπικής κοινωνίας.
Προκειμένου να περιγραφεί ο στόχος της συν-εξέλιξης, ο αναγεννητικός σχεδιασμός αναφέρεται στην αναγκαιότητα δημιουργίας ικανότητας (building capacity) της τοπικής κοινωνίας να εμπλακεί και να δεσμευτεί στην παραγωγή του τόπου της. Η διαδικασία αυτή αφορά σε πρώτη φάση στην επανασύνδεση της τοπικής κοινωνίας και την ανεύρεση των χαμένων δεσμών και σχέσεων μεταξύ των μελών της, και στη συνέχεια στην επανασύνδεση με τον τόπο της, μέσω της ενδυνάμωσης του αισθήματος του τοπικού και της προώθησης τοπικοποιημένων διαδικασιών παραγωγής, κατανάλωσης, λήψης αποφάσεων κλπ..
Ο αναγεννητικός σχεδιασμός τονίζει πως στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν συγκεκριμένα πρότυπα, που μπορεί να οδηγήσουν στο στόχο της συν-εξέλιξης ενός τόπου. Οι λύσεις στο σχεδιασμό θα έρθουν μέσα από την τοπική κοινωνία, η οποία θα αναδείξει τα χαρακτηριστικά της περιοχής, που δυνητικά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αναγέννησή της. Η ίδια η διαδικασία διερεύνησης του αντικειμένου αναγέννησης μιας περιοχής, μπορεί να εξασφαλίσει τη δέσμευση των μελών της και τελικά τη δημιουργία ικανότητας για συν-εξέλιξη (Svec, κ.α., 2012).
4.4. Ολιστικός συστημικός σχεδιασμός
Η τέταρτη προσέγγιση που αναλύεται είναι εκείνη του ολιστικού συστημικού σχεδιασμού, η οποία έχει τις ρίζες της στη συστημική θεωρία που προτάθηκε για πρώτη φορά στο έργο του βιολόγου Ludwig von Bertalanffy, τη δεκαετία του '40 (Ludwig von Bertalanffy, 1950). Η ολιστική συστημική σκέψη και μεθοδολογία εξελίχθηκε από τότε και χρησιμοποιήθηκε σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους και θεματικά πεδία, μεταξύ των οποίων και στο σχεδιασμό των πόλεων.
Η συστημική αποτέλεσε το διεπιστημονικό γνωστικό πεδίο που παρέχει ένα ολιστικό πλαίσιο για την ερμηνεία πολύπλοκων συστημάτων και η συστημική σκέψη εφαρμόστηκε κυρίως σε διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων. Εμπνευσμένη από τη συστημική επιστήμη και σκέψη γεννήθηκε η έννοια του ολιστικού συστημικού σχεδιασμού. Η μεταφορά της ιδέας του συστήματος στον αστικό χώρο, ανέδειξε τη θεώρηση των πόλεων ως ολοτήτων, οι οποίες αφενός πρέπει να μελετηθούν από πολλαπλές οπτικές γωνίες προκειμένου να κατανοηθεί ο τρόπος που τα επιμέρους στοιχεία τους (δραστηριότητες-ροές-άνθρωποι) λειτουργούν μαζί, αφετέρου πρέπει να σχεδιαστούν με τέτοιο τρόπο που οι μεταξύ τους σχέσεις να μετατραπούν σε συνέργειες προσανατολισμένες σε ένα στοχευόμενο αποτέλεσμα (Blizzard & Klotz, 2012).
Μέσα από την προσέγγιση του ολιστικού συστημικού σχεδιασμού το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από το σχεδιασμό των επιμέρους στοιχείων στον τρόπο σύνδεσής τους, στις σχέσεις, στις δικτυώσεις και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, αναδεικνύοντας το στόχο της συνέργειας και θέτοντας ως έννοια κλειδί τη διεπιστημονικότητα.
Κι ενώ όλες οι προηγούμενες προσεγγίσεις μπορούν να χαρακτηριστούν συστημικές στον τρόπο που αναπτύσσονται, μέσα από την ξεχωριστή αναφορά του ολιστικού συστημικού σχεδιασμού ως συνιστώσας του σχεδιασμού της αποανάπτυξης, δίνεται έμφαση σ' αυτήν ακριβώς την ιδιότητα που σχετίζεται με τον τρόπο οργάνωσης της σχεδιαστικής διαδικασίας. Η προσέγγιση του αναγεννητικού σχεδιασμού προηγουμένως, ανέδειξε το ρόλο του ανθρώπου-κάτοικου και της τοπικής κοινωνίας στις διαδικασίες σχεδιασμού και αναγέννησης ενός τόπου. Ο ολιστικός συστημικός σχεδιασμός ορίζει το συνολικότερο πλαίσιο των σχέσεων που αναπτύσσονται σ' αυτή τη διαδικασία, διευρύνοντας το πλαίσιο των εμπλεκόμενων φορέων. Μέσα από την έννοια της διεπιστημονικότητας, ορίζονται οι διαφορετικές ομάδες συμφερόντων της τοπικής κοινωνίας, οι διαφορετικές ειδικότητες επιστημόνων κλπ. και προβάλλεται πιο έντονα ο συνολικότερος τρόπος συντονισμού τους, μέσα από σχέσεις δημιουργικής σύνδεσης και αλληλεπίδρασης, από τις οποίες επιδιώκεται η ανεύρεση ολιστικών βιώσιμων λύσεων (Hirsch
κ.α., 2008).
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πόλεις σήμερα είναι σύνθετα και οι μεμονωμένες απόπειρες αντιμετώπισής τους δεν δύνανται να είναι αποτελεσματικές. Ο ολιστικός συστημικός σχεδιασμός, προτείνει την εξεύρεση λύσεων μέσα από τη μελέτη των διαφορετικών πτυχών των προβλημάτων, όπως αυτές φωτίζονται από τους διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους ή τα διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας και κυρίως μέσα από τη δημιουργική συσχέτιση και σύνθεσή τους, για τη δημιουργία συνεργειών, στοχεύοντας και δίνοντας προτεραιότητα στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
4.5. Φυσικός σχεδιασμός
Η πέμπτη και τελευταία προσέγγιση που αναλύεται είναι εκείνη του φυσικού σχεδιασμού. Πρόκειται για μια προσέγγιση η οποία έχει τις ρίζες της στο φιλοσοφικό ρεύμα του συμπεριφορισμού και αν και αρχικά εμφανίστηκε στους κλάδους της ψυχολογίας και της βιολογίας, στη συνέχεια αποτέλεσε πηγή έρευνας για τον χωρικό σχεδιασμό από τους David W. Orr και Seaton Baxter (Wahl, 2009).
Σύμφωνα με τους Baxter και Wahl, ο ψυχολόγος Clare Graves δημιούργησε έναν δυναμικό χάρτη για να περιγράψει τα στάδια ανάπτυξης της ανθρώπινης συνείδησης (Clare Graves, 1974 στο Baxter & Wahl, 2008). Σ' αυτόν ανέλυσε μία σειρά συμπεριφοριστικών συστημάτων διαχωρισμένων σε διαδοχικά στάδια, από τα οποία περνά το άτομο ή ολόκληρη η κοινωνία, μεταβάλλοντας κάθε φορά το υπαρξιακό της κέντρο. Οι Beck και Cowan, αναπαριστούν αυτό το φαινόμενο μέσω της σπειροειδούς δίνης (βλ. Εικόνα 4), όπου κάθε εξωστρεφής κίνησή της,
σηματοδοτεί την αφύπνιση μιας πιο ευαισθητοποιημένης έκδοσης ανθρώπινου
συστήματος, με αντίστοιχα πιο εξελιγμένα στάδια ηθικής, αξιών, επιθυμιών κλπ. Η μετάβαση στα διάφορα στάδια εκφράζει την εξέλιξη από έναν πιο εγωκεντρικό σε έναν πιο παγκόσμιο τρόπο αντίληψης, αποτυπώνοντας το όραμα για την κοινωνική αλλαγή (Beck & Cowan, 1996 στο Baxter & Wahl, 2008).
To ίδιο όραμα της κοινωνικής αλλαγής υιοθετείται και από τον χωρικό φυσικό σχεδιασμό, ο οποίος επιδιώκει την αύξηση της κοινωνικής και οικολογικής συνειδητοποίησης των πολιτών. Οι έννοιες της διεπιστημονικότητας και του διαλόγου, που τέθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, θεωρούνται προϋποθέσεις του φυσικού σχεδιασμού, ο οποίος αξιοποιώντας το παραπάνω μοντέλο της ψυχολογίας, εμβαθύνει στην αναγκαιότητα σύνδεσης των διαφορετικών αξιακών συστημάτων και των επιπέδων συνειδητοποίησης που ενυπάρχουν στο σύνολο μιας κοινωνίας. Η σύνθεσή τους, μέσω του ρόλου του σχεδιαστή, μπορεί να αναδείξει νέες διαδικασίες, νέους τρόπους ζωής, αλλαγές στον τρόπο αντίληψης και στα συνολικότερα επίπεδα συνειδητοποίησης ολόκληρης της κοινωνίας, υποδεικνύοντας νέες λύσεις.
Σύμφωνα με τους Baxter και Wahl, «ο σχεδιασμός με έναν ευρύτερο ορισμό αποτελεί την έκφραση της πρόθεσης και της συνειδητότητας μέσα από ποικίλες αλληλεπιδράσεις και σχέσεις» (Baxter & Wahl, 2008:73), ενώ ο μετασχεδιασμός στην άυλη μορφή του, αποτελεί το αξιακό σύστημα που διέπει αυτές τις προθέσεις. Η συνεργασία ανάμεσα στα διαφορετικά στάδια της σπείρας, εκφράζει την πρόταση για ουσιαστική συμμετοχή όλων των τμημάτων της κοινωνίας, που μπορεί να έχουν διαφορετικές απόψεις, αξίες κλπ. Η αλληλεπίδραση αυτή στο πρώτο επίπεδο παράγει νέα αξιακά συστήματα για ολόκληρη την κοινωνία, μετατοπίζοντάς την ένα βήμα πιο κοντά στην κοινωνική αλλαγή και σ' ένα δεύτερο επίπεδο παράγει νέα πρότυπα μετασχεδιασμού, τα οποία στην υλική τους διάσταση γίνονται αντιληπτά μέσα στο χώρο, από τον τρόπο σχεδιασμού και τη λειτουργία της πόλης.
Φαίνεται λοιπόν πως μέσα από τον φυσικό σχεδιασμό, οι σχεδιαστικές επιλογές ή οι λύσεις έρχονται σε πλήρη συσχέτιση με το αξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η ιδέα της κοινωνικής αλλαγής ως στόχου του φυσικού σχεδιασμού μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την αντίστοιχη μετακίνηση των ανθρώπων σε ένα επόμενο στάδιο συνειδητότητας, το οποίο συνεπάγεται μεγαλύτερα επίπεδα αλληλεπίδρασης και ουσιαστικής συμμετοχής. Παρόλο που η έμφαση στην αλληλεπίδραση των διαφορετικών δρώντων αναφέρθηκε ήδη μέσα από τον ολιστικό συστημικό σχεδιασμό, ο φυσικός σχεδιασμός επανέρχεται σ' αυτή εμβαθύνοντας στα αξιακά συστήματα που διέπουν τους διαφορετικούς δρώντες. Σύμφωνα με τον φυσικό σχεδιασμό, η αλληλεπίδραση των διαφορετικών αξιακών συστημάτων αναδεικνύει νέους πολιτισμούς, νέα στάδια συνειδητότητας που μετατοπίζουν το ενδιαφέρον γύρω από την ποιότητα του αποτελέσματος του σχεδιασμού, εισάγοντας προβληματισμούς σχετικά με την ολιστική υγεία, την ευτυχία, την ευημερία, το νόημα της ζωής κλπ.
5. Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας, οι οικοκοινότητες οι οποίες στηρίζονται στο φιλοσοφικό υπόβαθρο της αποανάπτυξης, σήμερα μπορούν να θεωρηθούν ιδανικά μοντέλα για τη δημιουργία ανθρώπινων βιώσιμων οικιστικών συνόλων (Βαβάλιου, 2014). Μέσα από τη σύνθεση των πέντε σχεδιαστικών προσεγγίσεων που έχουν επηρεάσει το σχεδιασμό τους, αναδεικνύεται ένα σύνολο στόχων και εννοιών που συστηματοποιείται προκειμένου να δομηθεί ένα ολιστικό πλαίσιο σχεδιασμού που προτάσσει το φαντασιακό της αποανάπτυξης.
Το νέο αυτό πλαίσιο (βλ. Διάγραμμα 1) αντλεί από το σχεδιασμό της περμακουλτούρας, την έμφαση στην αυτάρκεια και υιοθετεί το πρότυπο των ομόκεντρων ζωνών στον τρόπο χωροθέτησης των δραστηριοτήτων. Από τον οικολογικό σχεδιασμό, αναδύεται ο στόχος της οικολογικής ισορροπίας, ο οποίος επιδιώκεται μέσα από τον κυκλικό μεταβολισμό, δίνοντας σημαντικές κατευθύνσεις κυρίως στον τρόπο διαχείρισης των ροών. Ο αναγεννητικός σχεδιασμός συμβάλλει στο σχεδιαστικό πλαίσιο της αποανάπτυξης, με το στόχο της συν-εξέλιξης και με διαδικασίες που δίνουν έμφαση στον άνθρωπο-πολίτη, στην εμπλοκή του στην παραγωγή του εχώρου, κυρίως μέσω της δημιουργίας ικανότητάς του. Από το συστημικό ολιστικό σχεδιασμό, αντλείται ο στόχος της συνέργειας και η διεπιστημονικότητα αποτελεί έννοια κλειδί στον τρόπο προσέγγισης και οργάνωσης των σχέσεων και των διαδικασιών σχεδιασμού. Τέλος, το πλαίσιο του σχεδιασμού της αποανάπτυξης, ολοκληρώνεται με το στόχο που τίθεται μέσα από το φυσικό σχεδιασμό, την κοινωνική αλλαγή. Η κοινωνική αλλαγή ως μετάβαση σε νέα επίπεδα κοινωνικής ταυτότητας και πολιτισμού, καλείται να προκύψει μέσα από τη μετάβαση σε υψηλότερα επίπεδα συνειδητότητας της ίδιας της κοινωνίας.
Όπως σημειώνει ο Christopher Mare (2009), «στην πληρέστερη και πιο ισχυρή έκφρασή του, ο σχεδιασμός είναι η φαντασία και η δημιουργία νέων κόσμων» (Mare, 2009:1). Στην παρούσα εργασία, ο σχεδιασμός της αποανάπτυξης, αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια οραματισμού ενός 'νέου κόσμου', όπου η βιώσιμη διαβίωση σε κοινότητα αποτελεί συλλογικό κεκτημένο των κοινωνιών. Η περαιτέρω θεωρητική διερεύνηση του θέματος είναι αναγκαία, ωστόσο πέραν των θεωρητικών συζητήσεων και πλαισίων που προτείνονται, αυτό που κρίνεται ιδιαίτερα αναγκαίο και χρήζει διερεύνησης είναι η εξέταση των θεσμικών δομών που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη διάδοση ενός σχεδιασμού πιο οικολογικού, πιο ανθρωποκεντρικού, πιο δημοκρατικού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)Κίνημα των δεκαετιών '80 -'90 για την επιστροφή σε οικιστικά και εργασιακά περιβάλλοντα ανθρώπινης κλίμακας και για την ψυχική και πνευματική ολοκλήρωση μέσα από κοινότητες (Elgin & Mitchell, 1977).
(2)Εκπαιδευτικό κέντρο στη Β. Καρολίνα, που ασχολούταν με πειραματικές εφαρμογές σε ενεργειακά συστήματα, καινοτόμα κτήρια & οργανικούς κήπους (Bates, 2003).
(3)Χώρος κατασκήνωσης ακτιβιστικής δράσης οικολόγων ενάντια σε πυρηνικά απόβλητα στο Gorleben της Γερμανίας (Bates, 2003).
(4)Folke Gunter, 1989:18 στο Jansson & Rodhe, 2009:31-32; Norbeck, 1997:14.
(5)Boverket (Συμβούλιο Κατοικίας, Δόμησης & Σχεδιασμού υπό το Υπουργείο Περιβάλλοντος της Σουηδίας), στο Norbeck, 1997:15.
(6)Jackson, 1998.
(7)Lin, 2007.
(8)Turner, 1992.
(9)Σύμφωνα με το παράδοξο του Easterlin τα υψηλά εισοδήματα συσχετίζονται με τα επίπεδα ευτυχίας των ανθρώπων, μέχρι ένα σημείο. Μακροπρόθεσμα, η συσχέτιση χάνεται (Easterlin, 1974).
(10) Η έννοια της εντροπίας σχετίζεται με το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, ο οποίος διατυπώθηκε από τον Clausius. Σύμφωνα μ' αυτόν, σε μία μεταβολή ενός απομονωμένου συστήματος η εντροπία δε μειώνεται ποτέ και η μεταβολή της ισούται με το μέτρο της θερμικής ενέργειας που δε μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή έργου (Λειβαδιώτης, 2003).
(11)Η οικονομία του δώρου αποτελεί έναν τρόπο ανταλλαγής που δε βασίζεται στην πώληση αλλά στη δωρεά, χωρίς δηλαδή να υπάρχει ρητή συμφωνία μελλοντικής ανταπόδοσης (Cheal, 1988).
(12)Holmgren, 2002.
(13)Ryn & Cowan, 1996.
(14)Mang & Reed, αχρονολόγητο.
(15)Blizzard & Klotz, 2012.
(16)Mang & Reed, αχρονολόγητο.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
Βαβάλιου, Λ., 2014. 'Οι οικοκοινότητες ως πρότυπα παραδείγματα για το σχεδιασμό ανθρώπινων βιώσιμων οικιστικών συνόλων. Θεωρία & Πράξη'. Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος.
Θεοδωρόπουλος, Μ., 2013. Πολιτική οικολογία και αποανάπτυξη'. Στο Γ. Καλλής, Π. Πετρίδης & Ηλιόσποροι επιμ., Πέρα από το δίλημμα λιτότητα ή αποανάπτυξη: 11 Κείμενα για την Αποανάπτυξη.Αθήνα: Ηλιόσποροι, σ. 96-113.
Καλλής, Γ. & Πετρίδης, Π., 2013. 'Συμπεράσματα: αποανάπτυξη, Ελλάδα και κρίση'. Στο Γ. Καλλής, Π.Πετρίδης & Ηλιόσποροι επιμ., Πέρα από το δίλημμα λιτότητα ή αποανάπτυξη: 11 Κείμενα για την Αποανάπτυξη. Αθήνα: Ηλιόσποροι, σ. 169-186.
Καλλής, Γ., 2013. 'Αποανάπτυξη: κάλεσμα για την εκ νέου ριζοσπαστικοποίηση της οικολογίας'. Στο Γ.Καλλής, Π. Πετρίδης & Ηλιόσποροι επιμ., Πέρα από το δίλημμα λιτότητα ή αποανάπτυξη: 11 Κείμενα για την Αποανάπτυξη. Αθήνα: Ηλιόσποροι, σ. 114-125.
Καλλής, Γ., Martinez-Aler, J. & Norgaard, R. B., 2013. 'Χάρτινα κεφάλαια, πραγματικά χρέη: Η διερεύνηση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από τη σκοπιά των οικολογικών οικοομικών'. Στο Γ. Καλλής, Π. Πετρίδης & Ηλιόσποροι επιμ., Πέρα από το δίλημμα, λιτότητα ή αποανάπτυξη: 11 Κείμενα για την Αποανάπτυξη. Αθήνα: Ηλιόσποροι, σ. 10-26.
Λειβαδιώτης, Γ., 2003. Εντροπία. Μετρώντας την αταξία'. Περισκόπιο της επιστήμης, 273.
Παπαγιαννόπουλος, Φ. Α., 2010. Περιβαλλοντική Ηθική: Το κίνημα της βαθιάς οικολογίας'.Διπλωματική Εργασία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών, Τομέας Ανθρωπιστικών Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου, Αθήνα.
Χατζημπίρος, Κ., 2007. Οικολογία. Οικοσυστήματα και Προστασία του Περιβάλλοντος. 3η εκδ. Αθήνα: Συμμετρία.
Ξενόγλωση
Bates, A., 2003. 'Ecovillages - What Have We Learned? Ecovillage Roots and Branches'. Communities Magazine, No117.
Baxter, S. & Wahl, D. C., 2008. 'The Designer's Role in Facilitating Sustainable Solutions'.Massachusetts Institute of Technology Design Issues 24, Spring.
Bertalanffy, L., 1950. 'An Outline of General System Theory', British Journal for the Philosophy of Science 1, p. 114-129.
Blizzard, J. L. & Klotz, L. E., 2012. 'A framework for sustainable whole systems design'. Design Studies 33, pp. 456-479.
Cheal, D. J., 1988. The Gift Economy. New York: Routledge. pp. 1-19.
Cole, R. J., 2011. 'Regenerative Design and development: current theory and practice'. Building Research & Information 40, 07 December, pp. 1-6..
Demaria, F., Schneider, F., Sekulova, F. & Martinez-Alier, J., 2013. 'Τι είναι η αποανάπτυξη; Από ένα σλόγκαν ακτιβιστών σε ένα κοινωνικό κίνημα'. Στο Γ. Καλλής, Π. Πετρίδης & Ηλιόσποροι επιμ., Πέρα από το δίλημμα λιτότητα ή αποανάπτυξη: 11 Κείμενα για την Αποανάπτυξη. Αθήνα:Ηλιόσποροι, σ. 38-69.
Easterlin R. Α., 1974. 'Does Economic Growth Improve the Human Lot? Some Empirical Evidence'. Στο Paul A. David and Melvin W. Reder επιμ., Nations and Households in Economic Growth: Essays in Honor of Moses Abramovitz, New York: Academic Press.
Elgin, D. & Mitchell, A., 1977. 'Voluntary Simplicity'. CoEvolution Quarterly, Summer, pp. 1-40.
Ergas, C., 2010. 'A Model of Sustainable Living: Collective Identity in an Urban Ecovillage'. SAGE , 16 February, pp. 32-54.
Fournier, V., 2013. Έξοδος από την οικονομία: η πολιτική της αποανάπτυξης'. Σ™ Γ. Καλλής, Π.Πετρίδης & Ηλιόσποροι επιμ., Πέρα από το δίλημμα λιτότητα ή αποανάπτυξη: 11 Κείμενα για την Αποανάπτυξη. Αθήνα: Ηλιόσποροι, pp. 70-95.
Gesota, B., 2007. 'Ecovillages as Models for Sustainable Development: A Case Study Approach'.Master's Thesis, Master of Arts, Philosophical Faculty of Albert-Ludwigs-Universitat Freiburg and the University of KwaZulu-Natal, Durban
Gilman, R., 1991. 'The Eco-village Challenge'. In Context, Summer, p. 10.
Hirsch Hadorn, G., Hoffmann- Riem, H., Biber-Klemm, S., Grossenbacher-Mansuy, W., Joye, P., Pohl, O., Wiesmann, U., Zemp, E. επιμ., 2008. 'Enhancing Transdisciplinary Research: A Synthesis in Fifteen Propositions'. Handbook of Transdisciplinary Research. .Springer , pp. 431-441.
Holmgren, D., 2002. Permaculture: Principles & Pathways beyond Sustainability. Australia: Holmgren Design Sevices.
Jackson, H., 1998. 'What is an Ecovillage?'. [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο: http://www.gaia.org/mediafiles/gaia/resources/HJackson whatIsEv.pdf [Πρόσβαση 17/07/2015].
Jackson, R., 2004. 'The Ecovillage Movement'. Permaculture Magazine. Summer, No. 40, Summer.
Jansson, S. & Rodhe, F., 2009. 'Challenging Growth Society - A study of ecovillages as a strategy towards a sustainable de-growth society'. Bachelor thesis, University of Gothenburg, School of Global Studies, Development and International Cooperation and Human Ecology, Sweden, Gothenburg.
Kirby, A., 2003. 'Redefining social and environmental relations at the ecovillage at the ecovillage at Ithaca: A case study'. Journal of Environmental Psychology, 10 April, pp. 323-332.
Latouche, S., 2013. 'Αποανάπτυξη: η λέξη και το νόημα της'. Στο Γ. Καλλής, Π. Πετρίδης & Ηλιόσποροι επιμ., Πέρα από το δίλημμα λιτότητα ή αποανάπτυξη: 11 Κείμενα για την Αποανάπτυξη. Αθήνα: Ηλιόσποροι, pp. 27-37.
Lin, S.-L., 2007. 'Pattern Language of Ecovillage Design'. Master Thesis, ΚΤΗ, Royal Institute of Technology, Master Program of Environmental Engineering and Sustainable Infrastructure, Stockholm.
Mang, P. & Reed, B., αχρονολόγητο. 'Designing from Place: A Regenerative Framework and Methodology'. Building Research & Information.
Mare, E. C., 2009. 'So What is Design?'. [Διαδίκυο] Διαθέσιμο στο: http://www.gaiaeducation.net/docs/So%20What%20is%20Design.pdf [Πρόσβαση 17/07/2015].
McDonnell, M. J., 2011. 'The history of urban ecology: An ecologist's perspective'. Urban Ecology: Patterns, Processes and Applications, pp. 5-13.
Niemela, J., 1999. 'Ecology and Urban Planning'. Biodiversity and Conservation 8, pp. 119-131.
Norbeck, M., 1997. 'Individual, Community, Environmnent'. Fulbright research, Swedish University of Agricultural Scienc, Department of Ecology and Crop Production Science, Uppsala
Ryn, S. V. d. & Cowan, S., 1996. Ecological Design. Washington, D.C.: Island Press.
Svec, P., Berkebile, R. & Todd, J. A., 2012. 'REGEN: toward a tool for regenerative thinking'. Building Research & Information 40, pp. 81-94.
Turner, R.K., 1992. 'Speculations on strong and weak sustainability'. CSERGE working paper GEC. 92¬26
Wahl, D. C., 2009. 'Beyond Sustainability: Natural Design and Resiliece'. The Robert Gordon University, Aberdeen, Scotland
Διαδικτυακές Πηγές
Computing for sustainability, [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο: http://computingforsustainability.com/2010/05/17/need-your-help-looking-for-sustainability-diagrams/ [Πρόσβαση 17/07/ 2015].
Cruxcatalyst: The heart of change, [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο: http://www.cruxcatalyst.com/wp-content/uploads/spiral-dynamic-image.jpg [Πρόσβαση 17/07/2015].
Ecovillages Newsletter, 'The Ecovillage Movement Today'. [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο:http://www.ecovillagenews.org/wiki/index.php/The Ecovillage Movement Today [Πρόσβαση 17/07/2015].
GEN-Europe, 'What is an Ecovillage'. [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο: http://gen-europe.org/ecovillages/about-ecovillages/index.htm [Πρόσβαση 17/07/2015.
Lovely greens, 'Learning about permacaulture zones'. [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο: http://www.lovelygreens.com/2012/08/learning-about-permaculture-zones [Πρόσβαση 17/7/2015].
Regenerative ecology [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο: http://wescapelife.co.za/all-cases-list/
regenerative-ecology/ [Πρόσβαση 17/07/2015].
Νέα παιδική χαρά απέκτησε το Αυλωνάρι
-
Μια ολοκαίνουργια και σύγχρονη παιδική χαρά έφτιαξε ο δήμος Κύμης Αλιβερίου
στα Χάνια Αυλωναρίου μέσω του Πράσινου Ταμείου. Η επιφάνεια της παιδικής
χαρά...
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑΣΕ ΚΑΙ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ
Αν θέλετε να δημοσιεύσετε ένα βίντεο youtube ή μια εικόνα στο σχόλιό σας, χρησιμοποιήστε (με αντιγραφή/επικόληση, copy/paste) το κωδικό: [img] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΙΚΟΝΑΣ ΕΔΩ [/img] για την ανάρτηση εικόνων και [youtube] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ YouTube-VIDEO ΕΔΩ [/youtube] για τα βίντεο YouTube
ΣΗΜ. Οι διαχειριστές του ΕΒ δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τα σχόλια τρίτων σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 13 του ΠΔ 131/2003.