powered by Surfing Waves

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Η επισκοτισμένη γνωμοδότηση του αυτόκλητου δικηγόρου για δίωξη των υπευθύνων για την υπεξαίρεση των χρημάτων του ασθενοφόρου

 Δημοσιεύτηκε σήμερα στο Διαύγεια η  απόφαση της οικ. επιτροπής για γνωμοδότηση του  δικηγόρου που δωρεάν και χωρίς πρόσκληση προσφέρθηκε να γνωμοδοτήσει για το αν θα ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον των δυο πρώην δημάρχων κκ. Ψαρρού και Μάρκου για υπεξαίρεση 59.430 Ευρώ από ειδικό λογαριασμό προοριζόταν για την αγορά Ασθενοφόρου στο δήμο Ελυμνίων.


Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε  πριν δύο χρόνια στις 3 Νοεμβρίου 2015 και  πριν έξη μήνες  στις 8 Ιουνίου 2017 η Οικονομική Επιτροπή του Δήμου ανέθεσε στο δικηγόρος κ. Γ********** κ΄ Συνεργάτες, για την άσκηση ή µη ενδίκων μέσων εναντίον των δυο  πρώην δημάρχων.

Η οικονομική επιτροπή κάτω από την  προεδρεία του κ. Καντζούρα  κατα πρωτοφανή τρόπο δεν δημοσιεύει στο Διαύγεια το πλήρες   κείμενο της γνωμοδότησης του  κ. Γ********** κ΄ Συνεργάτες, άλλα ένα τμήμα της. Ως γνωστόν ένας εκ των φερόμενων καταχραστών ο ο κ. Μάρκου το τελευταίο καιρό εκτελεί καθήκοντα  δικηγόρου  υπεράσπισης του κ. Καντζούρα  σε διάφορες υποθέσεις.

Η οικονομική επιτροπή  μετά τη εισήγηση του κ. Καντζούρα αποφάσισε ότι  εφόσον μετά την έρευνα που διεξάγεται προκύψουν αξιόποινες πράξεις (που προφανώς δεν έχουν παραγραφεί) και εντοπιστούν πρόσωπα που, ενδεχομένως έχουν τελέσει τις πράξεις αυτές, το θέμα να επανέλθει στην Οικονομική Επιτροπή ώστε να αποφασίσει σχετικά..

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΑπό το Πρακτικό 19/28-11-2017 της συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου  Μαντουδίου – Λίμνης – Αγίας Άννας.


ΘΕΜΑ : «Το από 20-10-2017 έγγραφο του δικηγόρου κ. Γ********, το οποίο έλαβε
από το Δήμο αριθμ. πρωτ. 10711/3-11-2017 σε συνέχεια του από 19-10-2017 έγγραφο του ιδίου
το οποίο έλαβε από το Δήμο αριθμ. πρωτ. 10661/2-11-2017».

Σήμερα την 28 Νοεμβρίου του έτους 2017, ημέρα Τρίτη και ώρα 13:00 στην αίθουσα
συνεδριάσεων του κτιρίου ΜΕΛΑ στην Δημοτική Κοινότητα Λίμνης συνήλθε σε ΤΑΚΤΙΚΗ δημόσια
συνεδρίαση η Οικονομική Επιτροπή του Δήμου Μαντουδίου – Λίμνης - Αγίας Άννας ύστερα από
την αριθμ. πρωτ. 11558/23-11-2017 πρόσκληση του Προέδρου που τοιχοκολλήθηκε και
επιδόθηκε με αποδεικτικό στα μέλη αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 72,74 και 75 του Ν.3852/2010
για τη συζήτηση και λήψη αποφάσεων στα θέματα της ημερήσιας διάταξης.
Πριν από την έναρξη της συνεδρίασης αυτής ο Πρόεδρος διαπίστωσε ότι σε σύνολο 7 μελών της
Οικονομικής Επιτροπής ήταν :
ΠΑΡΟΝΤΕΣ:
1. ΚΑΝΤΖΟΥΡΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ - ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
2. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ – ΜΕΛΟΣ
3. ΤΑΡΛΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ- ΜΕΛΟΣ
4. ΚΟΥΚΟΥΡΙΚΟΣ ΗΛΙΑΣ – ΜΕΛΟΣ
5. ΜΟΥΡΓΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ - ΜΕΛΟΣ

ΑΠΟΝΤΕΣ:
1. ΚΑΛΥΒΙΩΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ – ΠΡΟΕΔΡΟΣ
2. ΚΟΥΤΣΟΥΡΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ – ΜΕΛΟΣ
Οι οποίοι δεν προσήλθαν αν και κλήθηκαν νόμιμα.

Στη συνεδρίαση αυτή παραβρέθηκε και η υπάλληλος του Δήμου Ματσούκα Βασιλική χωρίς
δικαίωμα ψήφου , για την τήρηση των πρακτικών αυτής .
Μετά τη διαπίστωση της απαρτίας και απουσία του Προέδρου λόγω υποχρεώσεων ο
Αντιπρόεδρος κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης εισηγούμενος το 21ο θέμα της ημερήσιας
διάταξης.
Κύριοι Σύμβουλοι,
Θέτω υπόψη σας την από 19/10/2017 επιστολή του Γ............. και Συνεργάτες η οποία
έλαβε από το Δήμο αριθμ. πρωτ. 10661/2-11-2017. Σύμφωνα με την 83/2017 απόφαση μας είχε
οριστεί, μετά από δωρεάν προσφορά που είχε καταθέσει στο πρωτόκολλο του Δήμου, ναγ νωμοδοτήση σχετικά με τους ειδικούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου για την αγορά ασθενοφόρου
στις τράπεζες ΕΤΕ και ΑΤΕ στο όνομα του πρώην Δήμου Λίμνης – Ελυμνίων.

Με την επιστολή του αυτή  μας γνωστοποιεί ότι για την υπόθεση με παραγγελία του Εισαγγελέα
Πρωτοδικών Χαλκίδας έχει σχηματιστεί δικογραφία και διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προκειμένου να ερευνηθεί αν έχουν τελεστεί αξιόποινες πράξεις και να εντοπιστούν τα πρόσωπα που, ενδεχομένως, έχουν τελέσει τις πράξεις αυτές.

Στις 20-10-2017 ο ανωτέρω κατάθεσε εκ νέου στο πρωτόκολλο του Δήμου επιστολή του έλαβε
από το Δήμο αριθμ. πρωτ. 10711/3-11-2017 και στην οποία αναφέρει ότι σε συνέχεια της από 19-
10-2017 επιστολή για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν , δεν προτίθεται να συντάξει
γνωμοδότηση.
Προτείνω, αφού η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και εφόσον ο
Εισαγγελέας Πρωτοδικών Χαλκίδας μετά την έρευνα που διεξάγει αποφανθεί για το αξιόποινο ή
μη πράξεων και προσώπων, τότε το θέμα να επανέλθει στην Οικονομική Επιτροπή και να
αποφασίσουμε σχετικά.
Η Οικονομική Επιτροπή μετά από διαλογική συζήτηση και αφού έλαβε υπόψη :
1. Την εισήγηση του Αντιπροέδρου.
2. Τη σχετική νομοθεσία
3. Την από 19-10-2017 επιστολή του δικηγόρου κ. Γε*******η και Συνεργάτες που έλαβε
από το Δήμο αριθμ. πρωτ. 10661/2-11-2017 .
4. Την από 20-10-2017 επιστολή του δικηγόρου κ. Γ******* και Συνεργάτες που έλαβε
από το Δήμο αριθμ. πρωτ. 107111/3-11-2017
4. Τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά που τηρούνται στο αρχείο της Ο.Ε.

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΟΜΟΦΩΝΑ
Εφόσον μετά την έρευνα που διεξάγεται προκύψουν αξιόποινες πράξεις (που προφανώς
δεν έχουν παραγραφεί) και εντοπιστούν πρόσωπα που, ενδεχομένως έχουν τελέσει τις
πράξεις αυτές, το θέμα να επανέλθει στην Οικονομική Επιτροπή ώστε να αποφασίσει
σχετικά.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω συντάχθηκε το παρόν πρακτικό και υπογράφεται ως κατωτέρω:
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ:
ΚΑΝΤΖΟΥΡΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ 1. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
2.ΤΑΡΛΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ
3. ΚΟΥΚΟΥΡΙΚΟΣ ΗΛΙΑΣ
4. ΜΟΥΡΓΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΝΤΖΟΥΡΑΣ
ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ




_______________-




πότε είναι κακούργημα η υπεξαίρεση !
Για την έννοια της υπεξαίρεσης και τη διαφορά της από την κλοπή, έχει γίνει λόγος και αλλού, όπως επίσης και για το ότι, στη βασική του μορφή, το έγκλημα αυτό, συνιστά πλημμέλημα (με ανώτατη ποινή τα 5 έτη φυλάκισης) και μόνον σε ορισμένες περιπτώσεις, κακούργημα.

Κακούργημα είναι η υπεξαίρεση σε 2 βασικά περιπτώσεις : α) όταν το συνολικό όφελος του δράστη (η αξία), υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ ! Η περίπτωση αυτή είναι αρκούντως σαφής και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επεξήγηση, απλά να επισημάνουμε ότι το εν λόγω όριο ισχύει εδώ και ένα περίπου χρόνο (καθώς πριν το όριο ήταν στα 73.000 ευρώ) και β) όταν ο δράστης υπεξαιρεί αντικείμενο, που του το έχουν εμπιστευθεί, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας ή εντολοδόχου ή μεσεγγυούχου ή επιτρόπου (κηδεμόνα) του παθόντος.

Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, δεν τίθεται χρηματικό όριο από το Νόμο, ωστόσο γίνεται γενικά και αόριστα λόγος για "αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας" και αυτό σίγουρα είναι προβληματικό, διότι η έννοια "μεγάλη αξία" δεν είναι κάτι απόλυτα αντικειμενικό και μπορεί ο καθένας (δικαστής) να έχει διαφορετική άποψη επί τούτου...!!

Σίγουρα ένα ποσόν, κοντά στο όριο της α' περίπτωσης και σίγουρα πάνω από τις 100 χιλιάδες, είναι μεγάλη αξία, ωστόσο, τι συμβαίνει με τις 30 χιλιάδες ή τις 10 χιλιάδες ; Εντάσσονται και αυτές οι περιπτώσεις και τι συνιστά τελικά μικρή αξία σήμερα ;;

Είναι ανάγκη λοιπόν, θεωρώ, να υπάρξει τροποποίηση του σχετικού άρθρου του ποινικού Κώδικα και να οριστεί ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ τι συνιστά "μεγάλη αξία" (π.χ άνω των 40.000).

Η αξία αυτή, μάλιστα λαμβάνεται υπόψη, όχι μόνον στην κακουργηματική, αλλά και στη πλημμεληματική μορφή της υπεξαίρεσης, ως προς το πλαίσιο της ποινής (ένας λόγος παραπάνω, για να υπάρξει ρητή πρόβλεψη).

Εκεί, όπου χρειάζεται διευκρίνηση, είναι οι έννοιες "εμπιστοσύνη", "εντολή" και "διαχείριση" και θα δώσω κάποια παραδείγματα, από τη Νομολογία, για να γίνουν πιο κατανοητές :

-Κλασικές περιπτώσεις εντολοδόχων, είναι οι ασφαλιστικοί (αλλά και ταξιδιωτικοί κλπ) πράκτορες, που εισπράττουν για λογαριασμό άλλων (π.χ ασφαλιστικής εταιρίας) και αν δεν αποδώσουν τα χρήματα, διαπράττουν υπεξαίρεση. Επίσης, οι εταιρίες ή τα φυσικά πρόσωπα, που ασχολούνται με επενδύσεις ξένων κεφαλαίων, έτσι αν ο πελάτης δώσει χρήματα για κάποια επένδυση και καταλήξουν ...αλλού (π.χ μπουζούκια), υπάρχει πρόβλημα.

-Η έννοια της διαχείρισης, είναι ίσως πιο ξεκάθαρη και αναφέρεται, κατά κανόνα, σε διαχειριστές εταιριών (προσωπικές, ο.ε, επε και όχι μόνον), αφού τα πρόσωπα αυτά, διαχειρίζονται ξένη περιουσία, την περιουσία της εταιρίας-νομικού προσώπου και δίνουν λόγο για αυτό.

-Κατάχρηση εμπιστοσύνης, μπορεί να έχουμε π.χ από εργαζομένους-υπαλλήλους, όπως είναι οι οδηγοί (και πωλητές ταυτόχρονα, αλλά όχι απαραίτητα), που ιδιοποιούνται παράνομα, το φορτίο, που μεταφέρουν και το οποίο φυσικά δεν τους ανήκει.

Δύο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, από τη νομολογία, είναι και οι εξής : στην πρώτη, κάποιος είχε νοικιάσει σκάφος αναψυχής και μετά δήλωσε ψευδώς ότι καταστράφηκε, αλλά το είχε κρατήσει, ως δικό του, για να βολτάρει και στη δεύτερη, μία κυρία έδωσε χρήματα σε κάποιον γνωστό, προκειμένου να τα φυλάξει και να μην τα βρει ο τοξικομανής υιός της, αλλά ο ..γνωστός δεν τα επέστρεψε ποτέ !

Η ποινή της κακουργηματικής υπεξαίρεσης δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη (αναλογικά μιλώντας), ήτοι κάθειρξη από 5 έως 10 έτη. Αν συντρέχουν και οι 2 περιπτώσεις (π.χ και διαχειριστής ξένης περιουσίας και όφελος πάνω από 120.000 ευρώ), η ποινή δεν ανεβαίνει, πάνω από τα 10 έτη, αλλά θα κινηθεί κοντά σε αυτά !



Η πρόβλεψη αυξημένης ποινής για την υπεξαίρεση όταν διαπράττεται από καταχραστές του Δημοσίου

Ο ν. 1608/1950 "περί προσαυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων διά τους καταχραστάς του δημοσίου" θέτει την υπεξαίρεση μεταξύ των εγκλημάτων τα οποία, εφόσον α)στρέφονται κατά του Δημοσίου ή άλλων δημοσίων νομικών προσώπων και β)το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσό (5.000.000 δρχ), επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης στον δράστη (ποινή στέρησης της ελευθερίας από πέντε ως είκοσι έτη). Αν,μάλιστα, συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης (άρθρο 1§1 ν. 1608/1950). Υπ' αυτές τις προϋποθέσεις, η υπεξαίρεση μπορεί να τιμωρηθεί με την ανώτατη ποινή που προβλέπεται στην ελληνική έννομη τάξη .


ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΥΡΙΑΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ, ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ
ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ αρ.
246 ΚΠΔ
Εφαρμόζεται ως τρόπος κίνησης της ποινικής δίωξης, εφόσον πρόκειται για
κακουργήματα ή για πλημμελήματα για τα οποία υπάρχει δυνατότητα να επιβληθούν
περιοριστικοί όροι κατά το αρ. 282 παρ.1 ΚΠΔ, δηλαδή αυτά τα οποία τιμωρούνται στο
Νόμο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών (αρ. 246 παρ. 3 ΚΠΔ). Για τα
τελευταία διατάσσεται κύρια ανάκριση ακριβώς προκειμένου να επιβληθούν από τον
ανακριτή οι προβλεπόμενοι περιοριστικοί όροι.
Ειδικότερα, το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης προηγείται του ουσιαστικού πέρατος
αυτής, τούτο δε το τελευταίο σημαίνει τον τρόπο παραπομπής του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο. Ανάλογα με το αν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα, η πορεία
εξελίσσεται ως εξής:

 ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ
Ο ΕισΠλημ κινεί ποινική δίωξη παραγγέλλοντας τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, με
γραπτή παραγγελία του στον ανακριτή κατ’ αρ. 246 ΚΠΔ, καθορίζοντας την αξιόποινη πράξη
και τα άρθρα που την τιμωρούν, όχι όμως και τις συγκεκριμένες ανακριτικές ενέργειες που θα
λάβουν χώρα, καθότι ο ανακριτής κατά την κρίση του θα κρίνει ποιες ανακριτικές ενέργειες
πρέπει να γίνουν (αρ. 248 ΚΠΔ). Με την ολοκλήρωση των ανακριτικών πράξεων του
διενεργούντος την κύρια ανάκριση ανακριτή, η δικογραφία επιστρέφει στον ΕισΠλημ (τυπικό
πέρας της κύριας ανάκρισης), ο οποίος εφόσον προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής και με
τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του ανακριτή, εισάγει την υπόθεση με απευθείας κλήση στο
αρμόδιο δικαστήριο (ουσιαστικό πέρας κύριας ανάκρισης κατ’ αρ. 308 παρ. 3 ΚΠΔ,
πρόκειται για την τρίτη μορφή απευθείας κλήσης), συντάσσοντας κλητήριο θέσπισμα. Κατά
του τελευταίου επιτρέπεται προσφυγή κατά τους όρους του αρ. 322 ΚΠΔ, με την παρέλευση
δε της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, η παραπομπή στο ακροατήριο καθίσταται
αμετάκλητη. Σημειώνεται ότι η προσφυγή του αρ. 322 ΚΠΔ θεσπίσθηκε για να αποτραπεί η
πλήρης εξασθένιση της υπερασπιστικής θέσης του κατηγορουμένου και η εσπευσμένη
εισαγωγή στο ακροατήριο ανυπόστατων κατηγοριών, δεδομένου ότι στα πλημμελήματα
παραγκωνίσθηκε τελείως το στάδιο των δικαστικών συμβουλίων. Καθιερώθηκε λοιπόν το

οιονεί ένδικο μέσο στο πλαίσιο της προδικασίας, δηλ. η προσφυγή κατά της απευθείας
κλήσης του αρ. 322 ΚΠΔ.

 ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ
Όταν γνωστοποιηθεί στον ΕισΠλημ η τέλεση κάποιου κακουργήματος, αυτός
διατάσσει υποχρεωτικά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά τα οριζόμενα στο αρ.
43 παρ. 1 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το αρ. 31 ΚΠΔ. Ειδικότερα, παραγγέλλει προκαταρκτική
εξέταση με γραπτή παραγγελία του σε γενικό (αρ. 33 ΚΠΔ) ή ειδικό (αρ. 34 ΚΠΔ)
προανακριτικό υπάλληλο (κατά κανόνα στον Πταισματοδίκη), καθορίζοντας την αξιόποινη
πράξη, τα άρθρα που την τιμωρούν και τις συγκεκριμένες προανακριτικές ενέργειες που
κρίνει αναγκαίο να λάβουν χώρα. Σημειωτέον ότι δικαιούται και αυτός ο ίδιος να διενεργήσει
την προανάκριση (αρ. 31 παρ.1 ΚΠΔ).
Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης (η οποία συνιστά στάδιο προ της
κίνησης τη ποινικής δίωξης), η δικογραφία επιστρέφει στον ΕισΠλημ, ο οποίος εφόσον κρίνει
ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας τη
διενέργεια της κύριας ανάκρισης (αρ. 43 παρ.1 ΚΠΔ), με γραπτή παραγγελία προς τον
(τακτικό) ανακριτή (αρ. 246 παρ.3 α’ ΚΠΔ). Όταν ολοκληρωθεί η κύρια ανάκριση, ο
φάκελος επιστρέφει από τον ανακριτή στον ΕισΠλημ, τούτο δε συνιστά το τυπικό πέρας της
κύριας ανάκρισης και γνωστοποιείται υποχρεωτικά στους διαδίκους σύμφωνα με το αρ. 308
παρ.4 ΚΠΔ, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.
Μέχρι το σημείο του τυπικού πέρατος, όπως αναλύθηκε ως άνω, ισχύει η ίδια
διαδικασία για όλα τα κακουργήματα. Περαιτέρω όμως, η διαδικασία παραλλάσσει ως προς
το ουσιαστικό πέρας της κύριας ανάκρισης, που συνεπάγεται και τον τρόπο παραπομπής του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου.

ΤΡΟΠΟΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΑΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ
ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ
Όπως προαναφέρθηκε, το ουσιαστικό πέρας της κύριας ανάκρισης συμπίπτει με τον
τρόπο παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, ακολουθεί καταγραφή
των μοντέλων παραπομπής του κατηγορουμένου για κακούργημα, όπως αυτά ισχύουν
σήμερα, κατόπιν πολλών νομοθετικών τροποποιήσεων, παράλληλα δε, επιχειρούμε να
σκιαγραφήσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα έκαστου μοντέλου παραπομπής.
Στην πραγματικότητα, οι τρόποι ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης είναι
δύο:
I. με την παρέμβαση δικαστικού συμβουλίου, και
II. χωρίς την παρέμβαση δικαστικού συμβουλίου,
όπου δε «δικαστικό συμβούλιο», εννοείται ένα δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί
μια βασική λειτουργική αποστολή, ήτοι να αξιολογεί το αποδεικτικό υλικό που συλλέχθηκε
από την ανάκριση και να αποφασίζει για την τύχη του κατηγορουμένου, αν δηλαδή αυτός θα
παραπεμφθεί ή όχι στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Αποτελείται από τακτικούς
δικαστές και η σχετική απόφαση για το εάν υπάρχουν ή όχι αποχρώσες ενδείξεις ενοχής
λαμβάνεται μετά από μελέτη και αξιολόγηση του φακέλου της δικογραφίας σε μη δημόσια
συνεδρίαση13 14. Ως τέτοιο νοείται κατά βάση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο
συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες, ο ανακριτής δε της υπόθεσης
δεν μετέχει στη σύνθεση σύμφωνα με το αρ. 305 παρ. 2 ΚΠΔ και το Συμβούλιο Εφετών, το
οποίο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες (αρ. 305, 316 ΚΠΔ). Πρόκειται
και στις δύο περιπτώσεις για ένα είδος τριμελών δικαστηρίων που λειτουργούν καταρχήν
μυστικά και χωρίς προφορικότητα και αμεσότητα. Αποφαίνονται με βάση τα έγγραφα της
δικογραφίας, ενώ οι αποφάσεις τους ονομάζονται βουλεύματα (αρ. 138 παρ. 2 ΚΠΔ). Είναι
φανερό ότι συνέχεια της μυστικότητας της διαδικασίας των συμβουλίων αποτελεί το γεγονός
ότι τα βουλεύματα δεν δημοσιεύονται, αλλά απλώς εκδίδονται15


ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Ν. 1608/1950 του αρ. 308 παρ. 1
εδ. γ’, δ’ ΚΠΔ
Αν πρόκειται για κακουργήματα που σχετίζονται με τους καταχραστές του δημοσίου
χρήματος του Ν.1608/50, μαζί και με τα συναφή και ανεξαρτήτως βαρύτητας εγκλήματα,
καθιερώνεται ένα ιδιόμορφος τρόπος παραπομπής στο ακροατήριο του ΤριμΕφ (αρ. 1
Ν.1608/1950 σε συνδυασμό με αρ. 111 ΚΠΔ) και ειδικότερα: μετά το τυπικό πέρας της
κύριας ανάκρισης, κατ’ εφαρμογή του αρ. 308 παρ.1 περ. γ’, δ’ ΚΠΔ, ο ΕισΠλημ, έχοντας
απλώς και μόνο ρόλο διαβιβαστικό, διαβιβάζει με γραπτή πρότασή του τη δικογραφία στον
ΕισΕφ. Ο τελευταίος με γραπτή πρότασή του εισάγει την υπόθεση στο ΣυμβΕφ, το οποίο
εκδίδει αμετάκλητο, απαλλακτικό ή παραπεμπτικό βούλευμα. Το τελευταίο υπόκειται σε
αναίρεση του ΕισΑΠ23 κατ’ αρ. 483 παρ. 3 ΚΠΔ, που επιτρέπει στον ΕισΑΠ να ασκήσει
αίτηση αναίρεσης κατά «οποιουδήποτε βουλεύματος» (οριστικού ή παρεμπίπτοντος), ώστε να
εποπτεύει την τήρηση της νομιμότητας σε ένα ανώτατο επίπεδο και να αποτρέπεται η
εισαγωγή στο ακροατήριο υποθέσεων που πάσχουν εμφανώς από νομικό σφάλμα24. Το
παραπεμπτικό βούλευμα (αρ. 313 ΚΠΔ) επιδίδεται στον κατηγορούμενο, μαζί με κλήση
αυτού στο ακροατήριο του ΤριμΕφ (αρ. 314 ΚΠΔ).
Το αρ. 308 παρ.1 εδ. δ’ ΚΠΔ λέει (πλέον) ρητά ότι το ΣυμβΕφ αποφαίνεται
αμετάκλητα «είτε να μην γίνει κατηγορία είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα». Με το Ν.
3904/2010 (αρ. 15 παρ. 1) ήρθη ένα εκρηκτικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε κατά την
εφαρμογή του μοντέλου αυτού, δηλαδή το ζήτημα αν το ΣυμβΕφ θα αποφαίνεται αμετάκλητα
τόσο στα απαλλακτικά όσο και στα παραπεμπτικά βουλεύματα, με τον ΑΠ να υποστηρίζει
την μη επέκταση του αμετακλήτου στα απαλλακτικά βουλεύματα, επιβάλλοντας τη δική
του κοινωνικοπολιτική ερμηνεία που αλλοίωνε το νόημα της ρύθμισης που δεν διέκρινε παρά
υπήγαγε στο πεδίο εφαρμογής της κάθε απόφανση, απαλλακτική ή παραπεμπτική25. Πλέον
δε, με τον ίδιο ως άνω νόμο, η αναίρεση κατά βουλεύματος έχει ούτως ή άλλως καταργηθεί
για τον κατηγορούμενο και ασκείται μόνο από τον εισαγγελέα, επήλθε δε «απόλυτη
συρρίκνωση» του ενδίκου μέσου της έφεσης, η οποία επιτρέπεται για τον κατηγορούμενο
μόνο κατά παραπεμπτικού βουλεύματος και για δύο συγκεκριμένους λόγους, ήτοι την
απόλυτη ακυρότητα και την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης
(αρ. 477-478 ΚΠΔ). Αυτό εννοείται, δεν είναι πια γνήσια έφεση, που σημαίνει ολοκληρωτική
επανεκδίκαση χωρίς συγκεκριμένους λόγους, αλλά ένα είδος αναίρεσης που ανατίθεται στο
εφετείο.

Πίσω από τη ρύθμιση αυτή (περί αμετάκλητης κρίσης του ΣυμβΕφ), πλανιέται η
γνωστή παθολογική φόρμουλα27 της επιτάχυνσης της διαδικασίας, η οποία και συναντιέται σε
πολλά νομοθετήματα των τελευταίων χρόνων. Εδώ, η ανάγκη της επιτάχυνσης συνδέεται με
την αξίωση της «κοινής γνώμης» να εκκαθαρίζεται γρήγορα κάθε κατηγορία που βαρύνει
αφόρητα όσους διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα, «ώστε να αυξηθεί η εμπιστοσύνη του λαού
στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, των εισφορών του και των αποταμιεύσεών του ενόψει
του ότι ήταν δυνατή η χρονική παρέλκυση της υποθέσεως για 2 ή 3 έτη» (αγόρευση Υπ.Δικ/νης
στη σχετική συζήτηση στη Βουλή).

Οι ρυθμίσεις αυτές σχετικά με το «αμετάκλητο» του βουλεύματος του ΣυμβΕφ δεν
είναι μεν αντισυνταγματικές, δεν προσκρούουν ούτε στην ΕΣΔΑ, ούτε στο αρ. 20 Συντ,
εντούτοις αναρωτιέται κανείς εύλογα γιατί θεωρήθηκε περιττός ο έλεγχος του ΑΠ στις
«εύφλεκτες» αυτές υποθέσεις που εμφανίζουν συχνά δυσχερή νομικά προβλήματα και
αφορούν μείζονος σημασίας αξιόποινες πράξεις. Φαίνεται λοιπόν καθαρά να έγιναν
αποσπασματικά, χωρίς να διερευνηθεί αν προσκρούουν δικαιοπολιτικά σε άλλα θεμελιώδη
δικαιώματα ή αν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές ή αν έγινε μελέτη των δεδομένων που
κυοφορούνται στο ευρωπαϊκό διαδικαστικό γίγνεσθαι, σε ότι αφορά την αντίστοιχη φάση της
παραπομπής. Στον προσανατολισμό αυτό θα έπρεπε κανονικά να στραφεί ο Έλληνας
νομοθέτης και με την επίκληση του προβλήματος της διαφάνειας ή ευρύτερα της διαφθοράς.
Ορθή λοιπόν είναι η αντίληψη ότι μία δικαιοκρατική ποινική δίκη υστερεί ή υπολείπεται σε
ταχύτητα απέναντι σε μία άλλη που σχηματικά θα μπορούσε κανείς να την προσδιορίσει ως
αστυνομική. Και επιπλέον ότι κάποια βραδύτητα στην εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων
συνιστά όχι απλώς «αναγκαίο κακό», αλλά και απαραίτητο όρο για την ορθή λειτουργία
αυτής της δίκης29. [Να σημειωθεί πάντως ότι το «αμετάκλητο» του βουλεύματος του
μοντέλου αυτού δεν περιλαμβάνει τα ένδικα μέσα του Εισαγγελέα του ΑΠ (483 παρ.3
ΚΠΔ).]
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί -και ακολουθεί σχετική ανάλυση υπό 3.1.2.4.- ότι με τη
νέα διάταξη του αρ. 308 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠΔ (όπως την τροποποίησε ο Ν. 3904/2010),
υιοθετείται η συμπαραπομπή και συνεκδίκαση των εγκλημάτων του αρ. 1 Ν. 1608/1950 με τα
συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως βαρύτητας των τελευταίων, και όταν
ακόμα γι’ αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Με τη νέα αυτή
διάταξη καθιδρύεται μία «προνομιακή» συνάφεια, έτσι ώστε για κάθε μορφής αξιόποινη
πράξη που έτυχε να συμπέσει με τα κακουργήματα του αρ. 1 Ν. 1608/1950 να δημιουργείται
ένα πεδίο έλξης προς την αρμοδιότητα του ΤριμΕφ αλλά κυρίως προς την μορφή παραπομπής
μόνο με βούλευμα του ΣυμβΕφ30


ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ αρ. 308 παρ. 1 εδ. α’, β’ ΚΠΔ
Για τα περισσότερα κακουργήματα -όλα της αρμοδιότητας του ΜΟΔ και τα
περισσότερα αρμοδιότητας ΤριμΕφ ή ΜονΕφ- εφαρμόζεται ο κανόνας του αρ. 308 παρ. 1 εδ.
α’,β΄ ΚΠΔ, οπότε και μετά το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης, ο ΕισΠλημ, εφόσον κρίνει
ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, με γραπτή πρότασή του, η οποία προηγουμένως
γνωστοποιείται υποχρεωτικά στο διάδικο που το ζήτησε μετά το τυπικό πέρας κατ’ αρ. 308
παρ. 2 ΚΠΔ, εισάγει την υπόθεση στο ΣυμβΠλημ, το οποίο συνεδριάζει μυστικά (αρ. 306
ΚΠΔ) και κατόπιν εκδίδει βούλευμα που σημαίνει την ουσιαστική περάτωση της κύριας
ανάκρισης. Εφόσον το βούλευμα είναι παραπεμπτικό κατ’ αρ. 313 ΚΠΔ, καθορίζει την
κατηγορία, επιδίδεται στους διαδίκους και μόλις καταστεί (σχετικώς) αμετάκλητο, δηλ.
παρέλθουν οι προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων για τον κατηγορούμενο (κατ’ αρ. 478
ΚΠΔ), μαζί με το βούλευμα συνεπιδίδεται κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο κατ’ αρ.
314 ΚΠΔ. Την κλήση συντάσσει ο εισαγγελέας του δικαστηρίου στο οποίο παραπέμπεται η
υπόθεση και αυτή συνιστά το εισαγωγικό δικόγραφο της ποινικής δίκης.
Αυτό το μοντέλο αποτελεί τον κανόνα σχετικά με την παραπομπή ενός
κακουργήματος στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου και δεν έχει εγείρει ιδιαιτέρως
σθεναρές αμφισβητήσεις και διχογνωμίες, δεδομένου ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα και
ικανοποιεί τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, έστω και με πλέον περιορισμένο τρόπο,
καθώς ο νόμος του χορηγεί το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατ’ αρ. 478
ΚΠΔ. Ειδικότερα βέβαια, ο Ν. 3904/2010 προχώρησε στην κατάργηση του ενδίκου μέσου
της αναίρεσης του βουλεύματος για τον κατηγορούμενο αλλά και στην απόλυτη συρρίκνωση
του ενδίκου μέσου της έφεσης, η οποία επιτρέπεται στον κατηγορούμενο για δύο μόνο
λόγους, δηλαδή την απόλυτη ακυρότητα και την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή
ουσιαστικής ποινικής διάταξης, σύμφωνα με το αρ. 478 ΚΠΔ. Ερμηνεύεται από τον
Ανδρουλάκη17 ότι δεν πρόκειται πια για γνήσια έφεση, που σημαίνει ολοκληρωτική
επανεκδίκαση χωρίς συγκεκριμένους λόγους, αλλά για ένα είδος αναίρεσης που ανατίθεται
στο εφετείο.
Λέγεται δε ότι με τον δραστικό περιορισμό -μέσω του Ν. 3904/2010- των
παρεχόμενων ενδίκων μέσων του κατηγορούμενου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, ο
τελευταίος παραπέμπεται σήμερα στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου με ένα

«ιδιότυπο αμετάκλητο»18 βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών, καθώς του παρέχεται
η δυνατότητα να το προσβάλλει μόνο με έφεση και μόνο για τους συγκεκριμένους
προαναφερόμενους (νομικούς κατά βάση) λόγους. Και τούτο διότι, το συμβούλιο Εφετών,
επιλαμβανόμενο της έφεσης, δεν μπορεί να επανεξετάσει καθ’ ολοκληρίαν την υπόθεση από
πραγματικής και νομικής άποψης, αλλά υποχρεούται να εξετάσει, ως οιονεί ακυρωτικό
όργανο19, μόνο τους προβαλλόμενους δύο ως άνω λόγους. Δηλαδή έχει εξουσία να κρίνει
μόνο για εκείνα τα μέρη του πρωτόδικου βουλεύματος στα οποία αναφέρονται οι
προβαλλόμενοι με την έφεση λόγοι.20 Σημειωτέον δε, ότι υπό το προηγούμενο νομικό
καθεστώς, ο κατηγορούμενος εδικαιούτο να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του
συμβουλίου Πλημμελειοδικών, για οποιονδήποτε νομικό ή ουσιαστικό λόγο, διατυπώνοντας
οποιοδήποτε παράπονο κατ’ αυτού και η υπόθεση οδηγείτο ενώπιον του συμβουλίου Εφετών
για καθολική, ουσιαστική και νομική επανάκριση.

Σημειώνεται λοιπόν ότι σήμερα, μετά την ψήφιση του Ν. 3904/201022, ο ανωτέρω
κανόνας περάτωσης της κύριας ανάκρισης από το συμβούλιο Πλημμελειοδικών φαίνεται πως
επανήλθε. Δίπλα σε αυτόν, υφίσταται ο τρόπος περάτωσης με απευθείας κλήση του αρ. 308Α
ΚΠΔ, σαφώς περιορισμένος, και η παραπομπή με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου
Εφετών, τρόπος ο οποίος απώλεσε την μεγάλη κατηγορία εγκλημάτων του Ν. 2928/2001,
ενισχύθηκε όμως λίγο αργότερα με την ένταξη στο συγκεκριμένο μοντέλο των εγκλημάτων
του αρ. 1 του Ν. 4022/2011. Για τα δύο αυτά τελευταία μοντέλα παραπομπής, ακολουθεί
περαιτέρω ανάλυση στα οικεία κεφάλαια της παρούσας.


Διαβάστε επίσης


Αυτόκλητος δικηγόρος εμφανίστηκε να γνωμοδοτήσει άνευ αμοιβής για την ποινική δίωξη Μάρκου και Ψαρρού. Υπόθεση ασθενοφόρου

Αποκαλύψεις Καλυβιώτη: Ποιος χρυσοδάκτυλος τσέπωσε τα λεφτά από το λογαριασμό για την αγορά ασθενοφόρου;

Με μάρτυρες τους Στεργίου, Καντζούρα, Παζάρα και 2 αποστάτες, ο Μάρκου αντεπιτίθεται στον Καλυβιώτη



Μάρκου και Ψαρρός προς Καλυβιώτη: "O φάκελος του ασθενοφόρου υπάρχει στο Δήμο με πλήρη δικαιολογητικά"


"Διέρρευσε" αίτηση του Ψαρρού και Μάρκου προς το Δήμο. Ζητούν στοιχεία για την αγορά ασθενοφόρου επί Μαναρίτσα 1995-1998.

0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑΣΕ ΚΑΙ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ
Αν θέλετε να δημοσιεύσετε ένα βίντεο youtube ή μια εικόνα στο σχόλιό σας, χρησιμοποιήστε (με αντιγραφή/επικόληση, copy/paste) το κωδικό: [img] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΙΚΟΝΑΣ ΕΔΩ [/img] για την ανάρτηση εικόνων και [youtube] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ YouTube-VIDEO ΕΔΩ [/youtube] για τα βίντεο YouTube
ΣΗΜ. Οι διαχειριστές του ΕΒ δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τα σχόλια τρίτων σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 13 του ΠΔ 131/2003.