powered by Surfing Waves

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Ιστορικό υπόβαθρο του Ελληνοϊταλικού πολέμου




Από βικιπεδια





Οι ελληνοϊταλικές σχέσεις στις αρχές του 20ού αιώνα



Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Ιταλία υπήρξε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις παλαιότερα, που προσπαθούσε να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στη Μεσόγειο. Το δε φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε συχνά διακηρύξει ή υπονοήσει την πρόθεσή του να δημιουργήσει μια νέα «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», στο δόγμα "Mare Nostrum" που θα περιελάμβανε και την Ελλάδα[5].

Η απόφαση του Μπενίτο Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις είχε δύο αιτίες: την βαθιά περιφρόνηση για τους Έλληνες και την εμμονή του να αποδείξει στον Χίτλερ ότι και αυτός μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα[6].



Ήδη από τη δεκαετία του 1910, τα ελληνικά και ιταλικά συμφέροντα συγκρούονταν, τόσο στην Αλβανία, με το θέμα της Βορείου Ηπείρου, όσο και στα Δωδεκάνησα, τα οποία αποτελούσαν μέρος της ιταλικής επικράτειας. Η Αλβανία ήταν από τη δημιουργία της ένα προτεκτοράτο της Ιταλίας, έναντι του οποίου η Ελλάδα προέβαλε το θέμα των εδαφών της Βορείου Ηπείρου (Νότιας Αλβανίας), τα οποία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, παρά την ύπαρξη εκεί συμπαγούς ελληνικής μειονότητας. Περαιτέρω, η Ιταλία κατείχε τα Δωδεκάνησα από το τέλος του ιταλο-τουρκικού πολέμου, το 1912, και παρότι το 1919 είχε υποσχεθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα (συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι), εντούτοις αργότερα υπαναχώρησε από την υπόσχεση αυτή[7]. Μικροεπεισόδια μεταξύ των στρατευμάτων των δύο κρατών είχαν σημειωθεί και μετά τηΣυνθήκη των Σεβρών, όταν μέρος τηςΜικράς Ασίας περί την πόλη τηςΣμύρνης είχε αποδοθεί στην Ελλάδα, ενώ ιταλικές δυνάμεις βοηθούσαν τους Τούρκους εθνικιστές στον αγώνα τους κατά της ελληνικής κατοχής των εδαφών αυτών[8]. Πέραν αυτών, η φασιστική Κυβέρνηση Μουσολίνιχρησιμοποίησε το συμβάν της δολοφονίας του Ιταλού στρατηγούΕνρίκο Τελίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Κέρκυρα[9], το μεγαλύτερο από τα Ιόνια νησιά. Τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν άλλοτε (ως το1797) βενετική κτήση και παρέμεναν ακόμη στόχος του ιταλικού ιμπεριαλισμού. Ακολούθησε μια περίοδος ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών, ιδίως κατά τη διακυβέρνηση Βενιζέλου (1928-1932), κατά τη διάρκεια της οποίας υπογράφτηκε και το Σύμφωνο Φιλίας Ρώμης (1928), (γνωστό και ως Συμφωνία Βενιζέλου - Μουσολίνι), μεταξύ των δύο κρατών στις (23 Σεπτεμβρίου 1928)[10].


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε σημαντικές προσπάθειες για την ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με όλους τους γείτονές της. Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ελληνοτουρκικής Φιλίας (1930) και του Βαλκανικού Συμφώνου του 1934, η απειλή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας θεωρείτο ότι είχε εξαλειφθεί. Η Αλβανία ήταν εξαιρετικά αδύναμη για να αποτελεί απειλή, ενώ το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας δεν προέβαλε σοβαρές αξιώσεις επί της Μακεδονίας. Για τους λόγους αυτούς, μόνη πραγματική απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια κατά τη δεκαετία του 1930 θεωρούνταν η Βουλγαρία και οι αξιώσεις που έτρεφε, ήδη από την εποχή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου έναντι της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Έτσι, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανήλθε στην εξουσία το 1936, τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο αναδιοργάνωσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και της δημιουργίας ισχυρής αμυντικής γραμμής κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων[11]. Η αμυντική γραμμή κατασκευάστηκε και ονομάστηκε «Γραμμή Μεταξά».


Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Κυβέρνηση Μεταξά έκανε μεγάλες επενδύσεις για την αναδιοργάνωση του στρατού. Αγοράστηκαν νέα όπλα και για τα τρία σώματα, ο στρατός αναβαθμίστηκε τεχνολογικά και οργανωτικά και τις παραμονές του πολέμου δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα διάλυσης που παρουσίαζε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τέλος, έγιναν σημαντικές προετοιμασίες για το ενδεχόμενο πολέμου, όπως η αποθήκευση πολεμοφοδίων σε διάφορα σημεία της χώρας. Την περίοδο 1935-1939 παραγγέλθηκαν σημαντικές ποσότητες όπλων, τα οποία όμως παραδόθηκαν μόνο εν μέρει ή δεν πρόλαβαν να παραδοθούν ποτέ[12].


Παρόλα αυτά, το 1940 ο Ελληνικός Στρατός είχε σοβαρές ελλείψεις σε όλμους, μεταφορικά μέσα, αντιαεροπορικό και αντιαρματικό πυροβολικό[13]. Στο Ναυτικό και στηνΑεροπορία, εκτός του πεπαλαιωμένου υλικού, η έλλειψη εξοπλισμού ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Επίσης, το στελεχιακό δυναμικό του στρατεύματος είχε αποδυναμωθεί από την απόταξη των αξιωματικών που υποστήριζαν τον Βενιζέλο. Αυτοί οι αξιωματικοί θα μπορούσαν να προσφέρουν στον αγώνα κατά της ιταλικής εισβολής, όπως αποδείχθηκε από την μετέπειτα δράση τους στηνΚατοχή. Όμως οι ελλείψεις αυτές δεν επηρέασαν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης στο βαθμό που θα περίμενε η ιταλική ηγεσία, καθώς οι συνεχείς κλήσεις και ασκήσεις εφέδρων μετά το 1937 για τη στελέχωση στρατιωτικών μονάδων, η βρετανική συνδρομή σε αεροπορικά μέσα (έστω και μικρή) και η επίταξη 150.000 κτηνών, όπως και αυτοθυσία των χωρικών της Ηπείρου, για την μεταφορά στρατιωτικού υλικού, έλυσαν πολλά από τα προβλήματα[14].

Διπλωματικές και στρατιωτικές εξελίξεις μεταξύ των ετών 1935-1940Επεξεργασία

Οχυρωματικές εργασίες από τον Ελληνικό Στρατό στην γραμμή Ελαίας - Καλαμά, Μάρτιος 1939



Η πρώτη σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας ήταν όταν η Ελλάδα ψήφισε τις οικονομικές κυρώσεις στην Κ.Τ.Ε(1935) εναντίον της Ιταλίας λόγω της Αβησσυνιακής εκστρατείας στην Αφρική. [15]Λίγο αργότερα η Αγγλία στις 6 Δεκεμβρίου 1935, έθεσε το ερώτημα στις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία, αν επρόκειτο να υποστηρίξουν την Αγγλία σε περίπτωση Αγγλο-ιταλικής σύρραξης λόγω των κυρώσεων στην Κ.Τ.Ε. Η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαυία και η Τουρκία εξέφρασαν την υποστήριξή τους.[16] Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας άρχισαν να ψυχραίνονται μετά την απόρριψη της ανανέωσης της 10ετούς Ελληνοιταλικής συμφωνίας Βενιζέλου - Μουσολίνι το 1938. Τον Ιούνιο του 1937, ο Μεταξάς δήλωνε στην Sunday Times, σε συνέντευξή του στην Αθήνα, ότι τα ελληνικά συμφέροντα συνδέονται με την Αγγλία.[17] Όπως επίσης τον Μάιο του 1940, ο Ιωάννης Μεταξάς σε συνέντευξή του στην Ντέιλι Τέλεγκραφ ανέφερε έιμεθα ουδέτεροι εφ΄όσον χρόνον θέλει η Αγγλία να είμεθα ουδέτεροιαναζωπυρώνοντας τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας.[18] Στις 7 Απριλίου1939 ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Έτσι η Ιταλία απέκτησε ουσιαστικά κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή οδήγησε τοΗνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας[19]. Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την ουδετερότητα της Ελλάδας παρά την ιδεολογική του συγγένεια με το φασισμό και το ναζισμό και τις οικονομικές σχέσεις που είχαν οικοδομηθεί με τη Ναζιστική Γερμανία.


Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς ο Μεταξάς, άλλαξε το αμυντικό σχέδιο και δημιούργήθηκε ένα καινούριο από τους στρατιωτικούς επιτελείς του. Αυτό ονομαζόταν ΙΒ (Ιταλία - Βουλγαρία) και προέβλεπε δυο σενάρια. Το πρώτο σενάριο προέβλεπε, επίθεση της Ιταλίας ενώ το δεύτερο επίθεση της Ιταλίας συνεπικουρούμενη από τις ένοπλες δυνάμεις της Βουλγαρίας.[20] Ήδη από τον Μάρτιο του 1939 η ελληνική διπλωματία συγκέντρωνε πληροφορίες για τις προθέσεις των δύο δικτατόρων στα Βαλκάνια και τον Αύγουστο του 1939 γίνεται γνωστό ότι οι προθέσεις για την Ελλάδα του 'Χαλύβδινου Συμφώνου' Ιταλίας - Γερμανίας ήταν η κατάληψη και ο διαχωρισμός: το ανατολικό τμήμα η Γερμανία το προόριζε ως δώρο στην Βουλγαρία εάν της επέτρεπε την ελεύθερη διάβαση στο Αιγαίο και το Δυτικό στην Αλβανία η οποία θα χρησιμοποιόταν από τους Ιταλούς σαν κατοχική αστυνομική δύναμη. (Βλέπε βιβλίο: The British Labour Government and the Greek Civil War, Θανάσης Σφήκας, Αγγλία 1994). Τα γεγονότα επαληθεύτηκαν απολύτως μετακατοχικά. Έτσι ο Μεταξάς αποφάσισε να στραφεί ολοκληρωτικά προς το Αγγλικό στρατόπεδο το οποίο ευνοούσε εξάλλου και ο αγγλόφιλος Βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο οποίος παρείχε μεν στήριξη στο «καθεστώς της 4ης Αυγούστου» αλλά οι σχέσεις του με τον Μεταξά είχαν ψυχρανθεί σημαντικά όταν ο δικτάτωρ προσπαθούσε να βρει τρόπο να εξασφαλίσει μια ουδετερότητα την οποία για ένα διάστημα όντως διαπραγματεύτηκε με τους Γερμανούς μέσω της ελληνικής πρεσβείας στη Μαδρίτη και τον αρχηγό της Γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Βίλχελμ φον Κανάρις, σημαντικού φίλου του φρανκικού καθεστώτος που σύχναζε στην Ισπανία. Ο φον Κανάρις, πάντως, παρέθετε πολύ αόριστες εγγυήσεις που δεν έπεισαν τελικά τον Μεταξά,[21]παρόλο που μερίδα των Ελλήνων διπλωματών του πρότειναν να τις αποδεχτεί. Ο ποιητής και τότε διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρηςαναφέρει ότι μερικοί από αυτούς τους διπλωμάτες ήταν έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγουν την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και ότι οι γερμανικές εκείνες "εγγυήσεις" δεν μιλούσαν καν για ουδετερότητα της Ελλάδας (Βλέπε αναφορά στο προηγούμενο βιβλίο του Θανάση Σφήκα)


Ο Χίτλερ με προσωπικές του διπλωματικές κινήσεις μεταξύ Μάη και Ιουλίου 1939, στις οποίες δεν συμμετείχε καν η Ιταλία, εξασφάλισε την συμμαχία Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Ο Μουσολίνι είχε θεωρήσει αρχικά τα ρουμανικά πετρέλαια σαν δικό του μελλοντικό λάφυρο στα Βαλκάνια και εξοργίστηκε από τις εξελίξεις. Ετοιμάζοντας λοιπόν τις δικές του κινήσεις πήρε απόφαση να επέμβει στα Βαλκάνια ήδη απ τις 11 Αυγούστου και η απόφαση για πόλεμο είχε παρθεί: «Ο Μουσολίνι συνεχίζει να μιλά για επίθεση-αστραπή κατά της Ελλάδας στα τέλη Σεπτεμβρίου»[22]. Στο μεταξύ, το αρχικό πλάνο για επίθεση στη Γιουγκοσλαβία μπήκε στο αρχείο, λόγω της γερμανικής αντίθεσης και της έλλειψης των αναγκαίων μεταφορικών μέσων.[23]


Όταν ο Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939 επιτίθεται στην Πολωνία, σε μια σαφή κίνηση για τις επιδιώξεις του στα ανατολικά, ο Μουσολίνι έμαθε τα γεγονότα εκ των υστέρων και όχι σαν συνεργαζόμενος - σύμμαχος με την Γερμανία, κάτι τον οποίο τον εξόργισε έντονα. Στις 12 Οκτωβρίου 1940 οι Γερμανοί κατέλαβαν τις πετρελαιοπηγές της Πράχοβα της Ρουμανίας. Το γεγονός αυτό, το οποίο και πάλι δεν είχε πληροφορηθεί από πριν, εξόργισε τον Μουσολίνι, ο οποίος το θεώρησε ως «επέμβαση» των συμμάχων του Γερμανών στη νοτιοανατολική Ευρώπη, μια περιοχή που η Ιταλία ήταν, μαζί με την Γερμανία, συνεγγυητής της εδαφικής ακεραιότητας[24]. Τρεις μέρες αργότερα συνεκάλεσε σύσκεψη στη Ρώμη για να συζητηθεί, όχι μόνο η κατάληψη της Ηπείρου, της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου (σε πρώτη φάση), όπως προέβλεπε το σχέδιο πολέμου Emergenza G, αλλά η κατάκτηση ολόκληρης της Ελλάδας (σε δεύτερη φάση ή ταυτόχρονα). Μόνον ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, προέβαλλε αντιρρήσεις, σημειώνοντας την ανάγκη να συγκεντρωθεί δύναμη τουλάχιστον 20 μεραρχιών πριν την εισβολή, καθώς εκείνη την περίοδο μόνο εννέα μεραρχίες βρίσκονταν στην Αλβανία. Όμως, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα (άτομο πάντως που χρωστούσε την θέση του στην υποταγή του στο κόμμα ), υποστήριξε ότι μόνο 3 μεραρχίες αρκούσαν, και αυτές μάλιστα αφού θα έχει ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή η κατάληψη της Ηπείρου. Ο Μουσολίνι καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης της εισβολής την 26η Οκτωβρίου και ήλπιζε πως η εκκαθάριση της Ηπείρου θα γινόταν ως τις 10 με 15 Νοεμβρίου[25]. Ο Υπουργός ΕξωτερικώνΓκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος υποστήριξε ότι θα μπορέσουν να βασιστούν και στην υποστήριξη προσωπικοτήτων της Ελλάδας, οι οποίοι θα εξαγοράζονταν εύκολα, ανέλαβε να βρει ένα «casus belli»[26](αιτία πολέμου)α[›]. Την επόμενη εβδομάδα, ο βασιλιάς της ΒουλγαρίαςΒόρις Γ' προσεκλήθη να λάβει μέρος στην επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επειδή η Γερμανία εκείνη την στιγμή δεν ευνοούσε καθόλου ένα Βαλκανικό μέτωπο.


Στην Ιταλία είχε ήδη ξεκινήσει από νωρίς μια επιχείρηση προπαγάνδας κατά της Ελλάδας, ενώ παράλληλα είχε μπει σε εφαρμογή σχέδιο προκλητικών ενεργειών εις βάρος της Ελλάδας, όπως η πτήση ιταλικών αεροσκαφών εντός του ελληνικού εναέριου χώρου, επιθέσεις αεροσκαφών σε ελληνικά πλοία, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό και βύθιση του καταδρομικού "Έλλη" στο λιμάνι τηςΤήνου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου από ιταλικό υποβρύχιο. Παρά την αδιαμφισβήτητη ενοχή των Ιταλών, η Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας». Παρά το ότι με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκε τύποις η ουδετερότητα, εντούτοις ο ελληνικός λαός είχε αρχίσει ήδη να υποψιάζεται τους πραγματικούς ενόχους[27].


Συνεπώς ο πόλεμος αυτός δεν ήταν ολότελα αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925 (βλ. 28 Οκτωβρίου) Αλλά και από ένα δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα (βλ. ιταλικές προκλήσεις παρακάτω) προμήνυαν με βεβαιότητα σχεδόν την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση, κι έτσι η Ελλάδα βρέθηκε έτοιμη τουλάχιστον να προβάλει αξιόλογη αντίσταση[28].

0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΧΟΛΙΑΣΕ ΚΑΙ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ
Αν θέλετε να δημοσιεύσετε ένα βίντεο youtube ή μια εικόνα στο σχόλιό σας, χρησιμοποιήστε (με αντιγραφή/επικόληση, copy/paste) το κωδικό: [img] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΙΚΟΝΑΣ ΕΔΩ [/img] για την ανάρτηση εικόνων και [youtube] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ YouTube-VIDEO ΕΔΩ [/youtube] για τα βίντεο YouTube
ΣΗΜ. Οι διαχειριστές του ΕΒ δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τα σχόλια τρίτων σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 13 του ΠΔ 131/2003.