Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας διοργάνωσε Συνέδριο με θέμα "Μεταβολές κι ανασημασιοδοτήσεις του χώρου στην Ελλάδα της κρίσης" στον Βόλο, από 1 έως 3 Νοεμβρίου 2013.Τις επόμενες ημέρες θα παρουσιάσουμε τις πάντα επίκαιρες εισηγήσεις του συνεδρίου.
#Ευαγγελία Αθανασίου
Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η εισήγηση αναδεικνύει πτυχές της σχέσης ανάμεσα στη συνθήκη της οικονομικής κρίσης και τον στόχο της αστικής βιωσιμότητας. Όπως και η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, η έννοια της αστικής βιωσιμότητας στοιχειοθετήθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του '90, ως μία πραγματιστική έννοια διαχείρισης και σχεδιασμού των πόλεων στο πλαίσιο του υπάρχοντος μοντέλου ανάπτυξης και όχι ως εναλλακτική, κοινωνικά μεταρρυθμιστική πρόταση. Είκοσι χρόνια αργότερα, η βιωσιμότητα συρρικνώνεται στη 'πράσινή' της συνιστώσα και ενσωματώνεται στη κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ρητορική ως μία διάσταση της αστικής ανταγωνιστικότητας. Η 'πράσινη' στρατηγική των πόλεων, παρουσιάζεται ως μία σειρά τεχνικών επιλογών, που δεν συνδέονται με τις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες που συγκροτούν, αναπαράγουν και εμπεριέχονται στο αστικό περιβάλλον.
Στην Ελλάδα, τα χρόνια της κρίσης, η περιβαλλοντική προστασία τίθεται με όρους αντιφατικούς και αποκλίνοντες στη δημόσια σφαίρα: αφ' ενός παρουσιάζεται ως εμπόδιο στον στόχο της ανάπτυξης, αφ' ετέρου ενσωματώνεται στην ρητορική της 'πράσινης ανάπτυξης', ως στοιχείο προσέλκυσης επενδύσεων. Ειδικότερα, η σχέση της οικονομικής κρίσης με την αστική βιωσιμότητα υλοποιείται σε πολλαπλές χωρικές κλίμακες.
Εθνικές πολιτικές που νομιμοποιούνται στο πλαίσιο των υποχρεώσεων των Μνημονίων, όπως ο νόμος για τις fast track επενδύσεις, η πολεοδομική μεταρρύθμιση, η 'αξιοποίηση' της δημόσιας γης υπονομεύουν βασικές διαστάσεις του παραδείγματος της βιώσιμής πόλης.
Τοπικές πρακτικές για την πόλη, όπως οι ήπιες παρεμβάσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης στο δημόσιο χώρο και η διεκδίκηση του τίτλου της European Green Capital 2014, επενδύουν στην ρητορική της 'πράσινης πόλης'. Ταυτόχρονα, παραχωρήσεις εδάφους και ευθύνης σε ιδιώτες, η επικείμενη ιδιωτικοποίηση φυσικών πόρων, όπως το νερό, υπονομεύουν βασικές διαστάσεις της κοινωνικής βιωσιμότητας και απογυμνώνουν την πόλη από το πολιτικό της περιεχόμενο.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εισήγηση εστιάζει στην κλίμακα της πόλης και επιχειρεί να φωτίσει πτυχές της σχέσης ανάμεσα στη συνθήκη της οικονομικής κρίσης και τον στόχο της αστικής βιωσιμότητας. Η σχέση διερευνάται στο επίπεδο των συντεταγμένων πολιτικών και της ρητορικής τους, και όχι των παράπλευρων επιπτώσεων της μείωσης των οικονομικών πόρων, στην περιβαλλοντική συμπεριφορά των πολιτών, που είναι πολλές και ποικίλες.
2.ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η σχέση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι αντικείμενο συζήτησης τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν διοργανώθηκε από τον ΟΗΕ στη Στοκχόλμη, η πρώτη διάσκεψη κορυφής με θέμα την παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση και την ανάγκη παγκόσμιας συνεργασίας για την αντιμετώπισή της . Οι ηγέτες των φτωχών χωρών του κόσμου εμφανίστηκαν τότε δύσπιστοι σε οποιαδήποτε συνεργασία για το περιβάλλον, που απειλούσε να υπονομεύσει τις δικές τους δυνατότητες για ανάπτυξη, στο όνομα της πλανητικής ισορροπίας. Η επίκληση της οικουμενικότητας των περιβαλλοντικών προβλημάτων, του κοινού πλανητικού συμφέροντος και της κοινής ευθύνης για την αναστροφή των περιβαλλοντικών προβλημάτων έγινε αντιληπτή ως μία ακόμη προσπάθεια χειραγώγησής των φτωχών χωρών από τις πλούσιες βιομηχανικές χώρες της Δύσης - από εκείνες δηλαδή που ήταν υπεύθυνες για την περιβαλλοντική κρίση.
Καμία συμφωνία δεν επετεύχθη και το ζήτημα της φτώχειας αναδείχθηκε στο κέντρο του ενδιαφέροντος. «Δεν είναι η φτώχεια και η ανάγκη οι χειρότερες αιτίες ρύπανσης;» έλεγε η πρωθυπουργός της Ινδίας Ίντιρα Γκάντι στην εναρκτήρια ομιλία της. Η αντίδραση εκείνη των φτωχών μπορεί να ενταχθεί στην παραδοσιακή άποψη που θεωρεί την περιβαλλοντική προστασία ένα «μετα-υλιστικό» ζητούμενο, που διατυπώνεται σε κοινωνίες που έχουν ήδη αναπτυχθεί επαρκώς ώστε να έχουν λύσει τα προβλήματα επιβίωσης και να ανησυχούν πλέον για ζητήματα ποιότητας ζωής. Η προστασία του περιβάλλοντος γίνεται αντιληπτή ως εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη. Στο αντίποδα της παραδοσιακής αυτή προσέγγισης, οι Martinez-Alier και Guha (1997) θεωρούν ότι το ενδιαφέρον για τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον είναι συχνά μέρος της ίδιας της στρατηγικής επιβίωσης των κοινωνιών και επομένως όχι «μετα-υλιστικό» ζητούμενο, αλλά αναγκαία συνθήκη. Τεκμηριώνουν την άποψή τους παρουσιάζοντας περιβαλλοντικά κινήματα που εκδηλώθηκαν σε φτωχές χώρες, όχι με στόχο την βελτίωση της ποιότητας ζωής αλλά την ίδια την επιβίωση παραδοσιακών κοινοτήτων που εξαρτώνται από τους τοπικά διαθέσιμους φυσικούς πόρους και αγωνίζονται για την διατήρησή τους.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, διατυπώθηκαν τα οικονομικά του περιβάλλοντος που προώθησαν την ιδέα ότι η περιβαλλοντική προστασία, όχι μόνο δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη αλλά μπορεί και να αποτελέσει εφαλτήριο. Οι θεωρητικοί των οικονομικών του περιβάλλοντος προτείνουν την ένταξη της περιβαλλοντικής προστασίας στους μηχανισμούς της αγοράς και όχι στον έλεγχο του κράτους. Με την απόδοση χρηματικής αξίας στα μέχρι τώρα 'κοινά' περιβαλλοντικά αγαθά, όπως το καθαρό νερό, η ποιότητα της ατμόσφαιρας ή η θέα ενός όμορφου τοπίου (Pearce, Markandya, Barbier, 1989) η περιβαλλοντική υποβάθμιση μπορεί να γίνει ασύμφορη και να προωθήθει τη προστασία του περιβάλλοντος χωρίς να είναι αναγκαία η ρυθμιστική παρέμβαση και ο έλεγχος του κράτους. Τα οικονομικά του περιβάλλοντος προετοίμασαν το έδαφος για την μετέπειτα κυριαρχία της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης.
Η βιώσιμη ανάπτυξη, απαντώντας στο αδιέξοδο της Στοκχόλμης, και αφήνοντας πίσω την κοινωνικά μεταρρυθμιστική ατζέντα του '70, δεν ασκεί κριτική στο ισχύον πρότυπο ανάπτυξης. Απενοχοποιεί την ανάπτυξη και θεωρεί ότι περαιτέρω οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη είναι απαραίτητη ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των φτωχών του κόσμου. Έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί και η συνεργασία τους στο όνομα του πλανήτη. Χωρίς αποκλίσεις από το ισχύον καπιταλιστικό μοντέλο, η οικονομική ανάπτυξη συνδυάζεται με ταυτόχρονη προώθηση της περιβαλλοντικής προστασίας και της κοινωνικής ισότητας.
Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι ένας ασαφώς ορισμένος όρος και, ως τέτοιος, έγινε κοινά αποδεκτός. Κυριάρχησε στη συζήτηση για το περιβάλλον από τη δεκαετία του '90 και μετά, ενώ για κάποιους κριτικούς δεν περιείχε καμία μεταρρυθμιστική δυναμική. Αντιθέτως λειτούργησε ως προπέτασμα καπνού, αφού πρόσφερε νομιμοποίηση σε μία business as usual πρακτική για το περιβάλλον. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, αναπτύχθηκε η θεωρία του οικολογικού εκσυγχρονισμού (Hajer 1995, Spaargaren, 1997 κ.α.) που υποστήριξε ότι η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη αποτελούν διέξοδο από την περιβαλλοντική κρίση, υιοθέτησαν τον ρόλο της αγοράς και τον συμπληρωματικό ρόλο του κράτους, και δημιούργησαν τη βάση για την διατύπωση της 'πράσινης ανάπτυξης'. Στη κυρίαρχη συζήτηση για το περιβάλλον, η περιβαλλοντική προστασία και η οικονομική ανάπτυξη δεν θεωρούνται πλέον αντιφατικοί στόχοι, αλλά αλληλοτροφοδοτούμενοι.
2.1 ΑΠΟ ΤΗ 'ΒΙΩΣΙΜΗ ΠΟΛΗ' ΣΤΗ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΝΤΕΧΕΙ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αστικοποίηση είχε γίνει πλέον πλανητικό φαινόμενο και οι πόλεις αναγνωρίστηκαν ως μέρος του περιβαλλοντικού ζητήματος αλλά και, για πρώτη φορά ως μέρος της λύσης. Από τη Διάσκεψη του Ρίο το 1992 και έπειτα, η αστική διάσταση της περιβαλλοντικής κρίσης υπάρχει σε όλες τις διακηρύξεις και συμφωνίες για το περιβάλλον. Όπως και η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, με την οποία συνδέεται εννοιολογικά, η έννοια της αστικής βιωσιμότητας στοιχειοθετήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως μία πραγματιστική έννοια διαχείρισης και σχεδιασμού των πόλεων στο πλαίσιο του υπάρχοντος μοντέλου ανάπτυξης και όχι ως εναλλακτική, κοινωνικά μεταρρυθμιστική πρόταση. Η αρχική της θεωρητική συγκρότηση εμπεριείχε την περιβαλλοντική προστασία, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη ως τρεις αλληλένδετες διαστάσεις της βιώσιμης πόλης.
Ο στόχος της βιώσιμης αστικής ανάπτυξης έχει πλέον ενσωματωθεί στα εθνικά πλαίσια του πολεοδομικού σχεδιασμού στις χώρες της Ευρώπης και είναι κυρίαρχος στο σκεπτικό αστικών στρατηγικών, διαγωνισμών, μεμονωμένων παρεμβάσεων και στην ρητορική των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης για τις πόλεις. Η αστική βιωσιμότητα, με μία συρρικνωμένη και μονοδιάστατη έκφανσή της αυτή των καλοσχεδιασμένων πάρκων, των πεζοδρομημένων κέντρων με τα υπαίθρια καφέ, της καθαρής ατμόσφαιρας και της βιώσιμης κινητικότητας, μπορεί να συμβάλει στην προβολή μίας ανανεωμένης και ελκυστικής εικόνας της πόλης στον κόσμο των επενδυτών, των επιχειρήσεων και των τουριστών. Περιθωριοποιείται η κοινωνική της διάσταση, συρρικνώνεται σε μια τεχνική και επιφανειακή 'πράσινη' συνιστώσα και ενσωματώνεται στη νεοφιλελεύθερη αστική πολιτική ως μία διάσταση του κυρίαρχου δόγματος της αστικής ανταγωνιστικότητας. Από το 2010, κάθε χρόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση απονέμει τον τίτλο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Πρωτεύουσας' (2) ενώ το Economist Intelligence Unit του περιοδικού Economist, που έχει ως αντικείμενο να βοηθά τους επενδυτές να αναγνωρίζουν επενδυτικές ευκαιρίες, αξιολογεί και κατατάσσει τις πόλεις του κόσμου ως προς την περιβαλλοντική τους βιωσιμότητα (3). Το πρόγραμμα αυτό χρηματοδοτείται από τη Siemens. Η βιώσιμη πόλη γίνεται 'πράσινη' και ανταγωνιστική.
Η πιο πρόσφατη έννοια της αστικής ανθεκτικότητας (urban resilience) μπορεί να θεωρηθεί ως μία μετεξέλιξη της αστικής βιωσιμότητας. Αναφέρεται στην δυνατότητα των πόλεων να αντιμετωπίσουν μία κρίση που προέρχεται είτε από φυσικά αίτια παραδείγματος χάριν έναν σεισμό ή μία πλημμύρα είτε από ανθρωπογενή αίτια παραδείγματος χάριν ένα τρομοκρατικό χτύπημα ή ακόμη και μία μεγάλη οικονομική κρίση (Vale και Campanella 2005). Κεντρική στη νέα συζήτηση είναι η δυνατότητα ανάκαμψης από τις πιθανές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (OECD, 2010). Η αστική ανθεκτικότητα αξιολογώντας θεσμούς και υποδομές περιθωριοποιεί τις σημαντικές διαφοροποιήσεις στις επιπτώσεις των κρίσεων μέσα στην ίδια πόλη, σε διαφορετικές κοινότητες και διαφορετικές περιοχές και αποδίδει τεχνικό, μη πολιτικό χαρακτήρα επείγοντος στη διαχείριση των αστικών ζητημάτων. Γρήγορα, και η ανθεκτικότητα συνδέθηκε με την ανταγωνιστικότητα, καθώς μία ανθεκτική πόλη προετοιμασμένη για την οποιαδήποτε αλλαγή προσφέρει σταθερό περιβάλλον για επενδύσεις. Η ανθεκτική πόλη, μια πόλη τεχνικά προετοιμασμένη για την επικείμενη αλλαγή, είναι μία ανταγωνιστική πόλη.
Συνολικά, οι στρατηγικές για την «πράσινη» ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα των πόλεων παρουσιάζονται ως μία σειρά τεχνικών, μη πολιτικών επιλογών, που επιβάλλονται από μία επιστημονικά τεκμηριωμένη, και αδιαμφισβήτητη επείγουσα αναγκαιότητα φυσικής - και άρα ανώτερης - προέλευσης (βλ. Swyngedouw, 2009). Η αναγκαιότητα των πόλεων να αποκριθούν στα δεινά της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και να προλάβουν τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αποσυνδέει τις πόλεις από τις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες που συγκροτούν, αναπαράγουν και εμπεριέχονται σε όλες τις διαστάσεις του αστικού περιβάλλοντος. Σε συνδυασμό με το, επίσης αδιαμφισβήτητο, ζητούμενο της αστικής ανταγωνιστικότητας στη παγκόσμια οικονομία, η αστική πολιτική γίνεται ζήτημα τεχνικής διαχείρισης.
3. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Στην Ελλάδα, τα χρόνια της κρίσης και του προγράμματος οικονομικής αναπροσαρμογής ο στόχος της περιβαλλοντικής προστασίας γενικά τίθεται με όρους αντιφατικούς και αποκλίνοντες στη δημόσια σφαίρα: παρουσιάζεται αφ' ενός ως εμπόδιο στον στόχο της ανάπτυξης και της επανάκαμψης της οικονομίας αφ' ετέρου ενσωματώνεται στην ρητορική της 'πράσινης ανάπτυξης' της χώρας ως στοιχείο οικονομικής μεγέθυνσης και προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων.
Η ρητορική της σύγκρουσης ανάμεσα στην ανάπτυξη και την περιβαλλοντική προστασία αναπτύχθηκε ρητώς στις αρχές του 2011, την περίοδο που η τότε υπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής προωθούσε το Νομοσχέδιο για την προστασία της Βιοποικιλότητας που τελικά ψηφίστηκε με τροποποιήσεις. Μέσα από το νόμο αυτό, ανάμεσα σε άλλα, επιχειρήθηκε η αύξηση της αρτιότητας των εκτός σχεδίου οικοπέδων μόνο σε περιοχές που εντάσσονται μέσα στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Η αντιδράσεις ήρθαν από όλα τα κόμματα και εστίασαν σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά κυρίως στο επιχείρημα ότι μία τέτοια κίνηση θα περιόριζε περαιτέρω την ανάπτυξη που είχε ήδη πληγεί από την κρίση (4).
Υπόρρητα, ειδικοί νόμοι και διατάξεις σε «πολυνομοσχέδια» των τελευταίων ετών επιχειρούν να προωθήσουν την πολυπόθητη ανάπτυξη παρακάμπτωντας ή περιορίζοντας την περιβαλλοντική προστασία. Ο νόμος 3894/2010 για την Επιτάχυνση και Διαφάνεια Υλοποίησης Στρατηγικών Επενδύσεων, γνωστός και ως fast track, είναι ο κεντρικός νόμος που στοχεύει στην βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων. Σ' αυτή τη κατεύθυνση και με στόχο την μείωση της γραφειοκρατίας ο νομός επιτρέπει, ανάμεσα στ' άλλα, την τροποποίηση όρων δόμησης στις εντός σχεδίου περιοχές καθώς και άλλων δεσμεύσεων που προκύπτουν από τα θεσμοθετημένα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και τις Πολεοδομικές Μελέτες. Στις εκτός σχεδίου περιοχές επιτρέπει την μετακίνηση της γραμμής του αιγιαλού για την παραχώρηση της χρήσης της παραλίας στους επενδυτές και την κατασκευή κτιρίων στη ζώνη του αιγιαλού, με τον όρο ότι η ιδιοκτησία τους θα παραχωρηθεί στο ελληνικό δημόσιο από το οποίο ο επενδυτής θα τα νοικιάζει. Στη πράξη, η κεντρική πολιτική υιοθετεί με τρόπο σαφή την προσέγγιση που θεωρεί την προστασία του περιβάλλοντος εμπόδιο στην ανάπτυξη, όπως αυτή είχε διατυπωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και κυριάρχησε στη συζήτηση της πρώτης διάσκεψης του ΟΗΕ για το περιβάλλον. Η άρση των περιβαλλοντικών ελέγχων και περιορισμών συνδέεται με την δημιουργία ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος και την ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Η περιβαλλοντική προστασία γίνεται πολυτέλεια στο όνομα της οικονομικής μεγέθυνσης.
Ταυτόχρονα, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης ενεργοποιείται για να νομιμοποιήσει πολιτικές και έργα αποδίδοντάς τους «πράσινη» χροιά. Διατυπώνεται εδώ μία αποκλίνουσα ρητορική που δεν βλέπει σύγκρουση ανάμεσα στην περιβαλλοντική προστασία και την οικονομική ανάπτυξη, αντιθέτως θεωρεί ότι τα δύο μπορούν να συνδυαστούν και να αλληλοϋποστηριχτούν. Στο πνεύμα της θεωρίας του οικολογικού εκσυγχρονισμού και της περιβαλλοντικής οικονομίας, η βιώσιμη διαχείριση των αποβλήτων, η μετακίνηση της παραγωγής ενέργειας προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η προστασία ενός ευαίσθητου οικοσυστήματος μπορούν να τροφοφοδοτήσουν μία 'πράσινη' ανάπτυξη. Σ' αυτή την κατεύθυνση, μεγάλης κλίμακας επενδύσεις για εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης αιολικής και ηλιακής ενέργειας, και νέου τύπου τουριστικές εγκαταστάσεις που εντάσσονται στις διαδικασίες του νόμου για τις fast track επενδύσεις, επενδύονται με πράσινο μανδύα. Με περιορισμένους περιβαλλοντικούς ελέγχους, αμφισβητούμενα οικονομικά οφέλη, κατανάλωση γης, αισθητική και λειτουργική υποβάθμιση ευαίσθητων τοπίων, εξάντληση των υδατικών πόρων και με την αντίδραση των τοπικών κοινωνιών , ο περιβαλλοντικός χαρακτήρας τέτοιων έργων παραμένει μόνο ως μέσο νομιμοποίηση της επένδυσης.
3.1 ΒΙΩΣΙΜΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η σχέση της οικονομικής κρίσης με την αστική βιωσιμότητα υλοποιείται σε πολλαπλές χωρικές κλίμακες που καλύπτουν όλο τα φάσμα ανάμεσα στη διεθνή σκηνή των συμφωνιών για τα πλανητικά περιβαλλοντικά προβλήματα μέχρι τις τοπικές στρατηγικές που υιοθετούνται από την τοπική αυτοδιοίκηση. Παρατηρείται επιστροφή στην υιοθέτηση μίας συγκρουσιακής σχέσης ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την αστική βιωσιμότητα στο επίπεδο των πολιτικών, είτε αυτές αφορούν άμεσα το αστικό περιβάλλον είτε έμμεσα. Την ίδια στιγμή, προωθείται μία ρητορική συνεργασίας ανάμεσα στην «πράσινη» αστική ανάπτυξη και την αστική ανταγωνιστικότητα, κυρίως όσον αφορά τοπικές αστικές παρεμβάσεις στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη.
Εθνικές πολιτικές που νομιμοποιούνται στο πλαίσιο των υποχρεώσεων των Μνημονίων όπως ο νόμος για τις fast track επενδύσεις, η «αξιοποίηση» δημόσιας γης από το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου και οι απανωτές «τακτοποιήσεις» αυθαιρέτων συνθέτουν το ευρύτερο πλαίσιο της αστικής ανάπτυξης, θέτουν υπό αμφισβήτηση βασικές διαστάσεις του παραδείγματος της βιώσιμης πόλης και έχουν συγκεκριμένες χωρικά προσδιορισμένες επιπτώσεις σε διαφορετικά αστικά περιβάλλοντα. Αντιμετωπίζουν το κτισμένο χώρο ως ανεξάντλητο πεδίο παραγωγής εισοδήματος, ενώ ακυρώνουν κάθε προηγούμενη θεσμική προσπάθεια περιορισμού της αστικής διάχυσης και προστασίας του τοπίου. Το μοντέλο της συμπαγούς πόλης που από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υιοθετήθηκε από πολεοδομικές μελέτες και ρυθμιστικά σχέδια ως βιώσιμη αστική μορφή και για την ελληνική πόλη, κυρίως όσον αφορά τον περιορισμό της αστικής διάχυσης και την ανάμιξη των χρήσεων γης, εγκαταλείπεται στην πράξη μέσα από πολλαπλές πολιτικές που επιχειρούν να εξάγουν αξία από το τοπίο και να μετατρέψουν τη γη σε ευέλικτο υποδοχέα της ανάπτυξης.
Η δρομολογημένη πολεοδομική μεταρρύθμιση, που προέκυψε ως υποχρέωση της κυβέρνησης από το δεύτερο Μνημόνιο και έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το τρίτο τρίμηνο του 2012, αφορά ειδικότερα τις πόλεις και το πλαίσιο που ρυθμίζει την ανάπτυξή τους . Σύμφωνα με το Μνημόνιο, η πολεοδομική μεταρρύθμιση, που περιλαμβάνεται στα «Λοιπά μέτρα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», θα πρέπει να εξασφαλίσει «μεγαλύτερη ευελιξία στην αξιοποίηση των ιδιωτικών ακινήτων και να απλοποιήσει και να επιταχύνει τα χωροταξικά σχέδια». Οι θεσμοί, τα ρυθμιστικά πλαίσια και τα σχέδια όπως έχουν διαμορφωθεί στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, παρουσιάζονται ως εμπόδιο στην αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας, ως πολύπλοκος μηχανισμός καθυστέρησης της εφαρμογής των χωροταξικών σχεδίων και άρα ως περιοριστικό πλαίσιο στην ανάπτυξη. Στο πλαίσιο της στρατηγικής οικονομικής ανάκαμψης της χώρας, η λογική το δεύτερου Μνημονίου υπαγορεύει την μετάλλαξη των στόχων της πολεοδομίας: από την προώθηση της κοινωνικής ισότητας και της περιβαλλοντικής ποιότητας μέσα από την ρύθμιση της laissez faire αστικής ανάπτυξης, στην άρση των περιορισμών της ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την ευελιξία στην αξιοποίηση της γης και την επιτάχυνση των διαδικασιών μέσα από την μείωση των ελέγχων και της κοινωνικής συμμετοχής. Δεν είναι βέβαια η μετάλλαξη αυτή ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα το σύνολο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που δοκιμάζονται μέσω του Μνημονίου στην Ελλάδα, όπως έχουν δοκιμαστεί σε άλλες χώρες του κέντρου και της περιφέρειας.
Στο επίπεδο των εθνικών πολιτικών που αφορούν έμμεσα ή άμεσα την αστική ανάπτυξη υιοθετείται ενεργά η ρητορική της σύγκρουσης της βιώσιμης αστικής ανάπτυξης με την οικονομική μεγέθυνση. Οι διαδικασίες του πολεοδομικού σχεδιασμού εμφανίζονται ως γραφειοκρατικά εμπόδια και οι στόχοι του, ως περιττή πολυτέλεια.
Αντίθετα, στο επίπεδο των τοπικών πολιτικών συχνά επιλέγεται η ρητορική της συνεργασίας και της αλληλοϋποστήριξης των δύο στόχων. Τοπικές πρακτικές για την πόλη και τον δημόσιο χώρο, επενδύουν στην ρητορική της 'πράσινης πόλης' και της βιώσιμης αστικής ανάπτυξης ως στρατηγικές που βελτιώνουν, όχι μόνο την ποιότητα του περιβάλλοντος για τους πολίτες αλλά και την εικόνα της πόλης και άρα την ελκυστικότητα της στις επενδύσεις. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ο διαγωνισμός Re-think Athens για την ανάπλαση του κέντρου της Αθήνας, που προκηρύχθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση. Ο διαγωνισμός είχε ως στόχο, αφ' ενός την βελτίωση της εικόνας και την «προώθηση μίας υγιούς μελλοντικής εικόνας μιας ζωντανής μητρόπολης που συνεχίζει να εξελίσσεται» αφ' ετέρου την περιβαλλοντική αναβάθμιση του κέντρου. Είναι σαφές ότι οι δύο στόχοι θεωρούνται αλληλένδετοι. Συγκεκριμένα, όπως διατυπώνεται στην ιστοσελίδα του διαγωνισμού επιδιώκεται «η βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη με τη διαμόρφωση προϋποθέσεων περιβαλλοντικής αναβάθμισης, τη βελτίωση του μικροκλίματος με φυτεύσεις και στέγαστρα, την καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη με οικολογικά μέσα μαζικής μετακίνησης που θα μειώσουν τους παραγόμενους ρύπους και θα είναι φιλικά στον πεζό και τους ποδηλάτες. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με ευρύτερα κίνητρα, θα οδηγήσουν στην αντιστροφή του κλίματος κοινωνικής και οικονομικής υποβάθμισης, στην αποκατάσταση και την επαναλειτου7ργία των κτιρίων, και στο ζωντάνεμα των πιο κεντρικών περιοχών της πόλης» (7).
Όπως διατυπώνεται στην ιστοσελίδα του Re-think Athens, η λειτουργία του δημόσιου χώρου που προωθείται είναι „το πρωί για την οικονομική και εμπορική δραστηριότητα και το βράδυ για την ψυχαγωγία και το δημιουργικό ελεύθερο χρόνο'. Στην ανταγωνιστική πόλη της νεοφιλελεύθερης συνθήκης, ο δημόσιος χώρος μετατρέπεται σε προνομιακό 'πράσινο' και καλοσχεδιασμένο υποδοχέα μοναδικών εμπειριών κατανάλωσης και ελεύθερου χρόνου. Όπως συμβαίνει και σε άλλες πόλεις του κόσμου, στη περίπτωση του κέντρου της Αθήνας, ο φορέας που προωθεί και εγγυάται την καλή λειτουργία και την ελκυστική εικόνα του δημόσιου χώρου δεν είναι το κράτος και η τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά ένας ιδιωτικός οργανισμός.
Την ίδια λογική συνεργασίας και αλληλλοϋποστήριξης ανάμεσα στην αστική βιωσιμότητα και την οικονομική μεγέθυνση υιοθετεί και το διαμορφούμενο νέο πρότυπο παρεμβάσεων στο δημόσιο χώρο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Τα τελευταία τρία χρόνια καταγράφεται ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον δημόσιο χώρο. Έχουν προκηρυχθεί τέσσερις διαγωνισμοί για διαμόρφωση νέων πλατειών στην πόλη και τον επανασχεδιασμό των υπαρχόντων χώρων ενώ ολοκληρώνεται και η δεύτερη φάση της ανάπλασης της Νέας Παραλίας. Στις προκηρύξεις των διαγωνισμών, η βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών συνδυάζεται με τον στόχο της αύξησης της ανταγωνιστικότητας και αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης των προτάσεων. Επιπλέον, έχει υλοποιηθεί ένας αριθμός μικρής κλίμακας παρεμβάσεων του Δήμου στο δημόσιο χώρο με σαφή και διατυπωμένη κατεύθυνση την ανάκτηση χώρου από το ιδιωτικό αυτοκίνητο προς όφελος των πεζών και των ποδηλατών, και την αύξηση του πρασίνου στην πόλη. Τέλος, ο Δήμος Θεσσαλονίκης σε μια προσπάθεια διεθνοποίησης της εικόνας της πόλης, επένδυσε στη προωθούμενη πράσινη εικόνα της και διεκδίκησε τον τίτλο της European Green Capital 2014, τον οποίον όμως δεν κατάφερε να κατακτήσει. Είναι σαφές ότι στο επίπεδο των αστικών παρεμβάσεων η βιωσιμότητα, με την περιορισμένη έκφανσή της, της αύξησης του πρασίνου και της βιώσιμης κινητικότητας αποτελεί κυρίαρχη ρητορική.
Η «πράσινη» αυτή στροφή επενδύει σε μία διάσταση της βιωσιμότητας, την περιβαλλοντική με τρόπο αποσπασματικό και επιφανειακό. Η σημαντική αποθάρρυνση του ιδιωτικού αυτοκινήτου στο κέντρο της πόλης και η μικρή αύξηση του πρασίνου περιορίζονται στα κεντρικά και περισσότερο ορατά σημεία της πόλης και δεν αφορούν τους αθέατους χώρους των γειτονιών που ασφυκτιούν από την πυκνή δόμηση, την απουσία ανοικτών χώρων πρασίνου και τα ιδιωτικά αυτοκίνητα. Δεν αφορούν δηλαδή, τουλάχιστον μέχρι τώρα, τους πιο επιβαρυμένους περιβαλλοντικά χώρους, όπου ξετυλίγονται οι καθημερινές ζωές των κατοίκων της πόλης, αλλά την εικόνα της. Οι παρεμβάσεις επίσης, περιορίζονται στη αποθάρρυνση του ΙΧ και την δενδροφύτευση ενώ δεν ασχολούνται με ζητήματα διαχείρισης του νερού στον αστικό ιστό, διαχείρισης των απορριμμάτων και των υλικών, αποκατάστασης των φυσικών διαδικασιών στο περιβάλλον της πόλης. Τα σημειακά περιβαλλοντικά οφέλη των παρεμβάσεων εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που καθορίζεται από τις τοπικές εκφάνσεις των εθνικών πολιτικών, όπως οι πρόσφατες εκχωρήσεις δύο στρατοπέδων της Δυτικής Θεσσαλονίκης στο ΤΑΓΠΕΔ και η δρομολογούμενη ιδιωτικοποίηση της Εταιρείας Ύδρευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) που έχει επίσης περιληφθεί στην προς αξιοποίηση δημόσια περιουσία του ΤΑΓΠΕΔ.
Η «πράσινη» στροφή του Δήμου Θεσσαλονίκης θα πρέπει να ειδωθεί στο πλαίσιο άλλων πρωτοβουλιών του Δήμου που αφορούν την διαχείριση του δημόσιου χώρου. Πρωτοβουλίες, που νομιμοποιούνται στο όνομα της κρίσης και της συρρίκνωσης των οικονομικών πόρων του δήμου, υπονομεύουν τον δημόσιο χαρακτήρα του δημόσιου χώρου και αμφισβητούν καθοριστικές του διαστάσεις. Τέτοιες πρακτικές των τελευταίων τριών χρόνων είναι η εκχώρηση ευθύνης για τη συντήρηση δημόσιων χώρων σε ιδιώτες, οι χορηγίες δημόσιων χώρων, οι εντεινόμενες εκκαθαρίσεις δημόσιων χώρων από ανεπιθύμητους χρήστες όπως είναι οι μετανάστες-μικροπωλητές και οι χρήστες ναρκωτικών, καθώς και η απαγόρευση πολιτικών συγκεντρώσεων σε κεντρικές πλατείες στο όνομα της ομαλής λειτουργίας της αγοράς (Athanassiou, 2013).
Συμπερασματικά, η αστική βιωσιμότητα όπως και η περιβαλλοντική προστασία τίθενται στη δημόσια σφαίρα, αφ' ενός ως εμπόδια στην ανάπτυξη που πρέπει να παρακαμφθούν, αφ' ετέρου ενεργοποιούνται επιλεκτικά ως προωθητική δύναμη της ανάπτυξης, συνήθως για να παρέχουν νομιμοποίηση σε μεγάλες επενδύσεις αμφισβητούμενης περιβαλλοντικής ταυτότητας. Η παραπάνω αντιφατική ενεργοποίηση της προστασίας του περιβάλλοντος και της αστικής βιωσιμότητας έχει αναδειχθεί με τρόπο έντονο στα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα. Έχει όμως τις καταβολές της στην ίδια την κυρίαρχη ρητορική για το περιβάλλον που παραδοσιακά εμφορείται από τεχνοκρατικό ντετερμινισμό και πίστη σε μία παρωχημένη αντίληψη της επιστήμης. Η έννοια της αστικής βιωσιμότητας εκκινώντας από μία τέτοια βάση, αποχωρίζεται την κοινωνική της διάσταση, απογυμνώνει την πόλη από την πολιτική της φύση και χρησιμοποιείται για νομιμοποίηση αστικών στρατηγικών και παρεμβάσεων στο πλαίσιο του κυρίαρχου δόγματος της ανταγωνιστικότητας .
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑΣΕ ΚΑΙ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ
Αν θέλετε να δημοσιεύσετε ένα βίντεο youtube ή μια εικόνα στο σχόλιό σας, χρησιμοποιήστε (με αντιγραφή/επικόληση, copy/paste) το κωδικό: [img] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΙΚΟΝΑΣ ΕΔΩ [/img] για την ανάρτηση εικόνων και [youtube] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ YouTube-VIDEO ΕΔΩ [/youtube] για τα βίντεο YouTube
ΣΗΜ. Οι διαχειριστές του ΕΒ δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τα σχόλια τρίτων σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 13 του ΠΔ 131/2003.