Ιωάννης Πούλιος ,Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο - Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου - UNESCO School on Sustainable Energy Governance in World Heritage Sites
Το πρώτο μέρος του κεφαλαίου εξετάζει την ιστορική εξέλιξη, το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά της διαχείρισης της υλικής πολιτισμικής κληρονομιάς, όπως αυτή γεννήθηκε και αναπτύχτηκε στον δυτικό ευρωπαϊκό χώρο και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στον μη δυτικό κόσμο. Δίνεται έμφαση στην έννοια της ασυνέχειας μεταξύ των μνημείων, τα οποία θεωρούνται ότι ανήκουν στο παρελθόν, και στις κοινωνίες του εκάστοτε παρόντος, καθώς και στην ανάγκη διατήρησης του παρελθόντος στο παρόν και στο μέλλον.
Το δεύτερο μέρος συνοψίζει τις προσπάθειες του κλάδου να αναγνωρίσει τη «ζωντανή» διάσταση της πολιτισμικής κληρονομιάς και την ανάγκη συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας στη διαδικασία της διαχείρισης. Ειδική αναφορά γίνεται στη Σύμβαση Παγκόσμιας Κληρονομιάς (1972), καθώς και στο πολύ πρόσφατο Nara+20 Document (2015).
Το τρίτο μέρος αναλύει τα μοντέλα (δηλαδή ολοκληρωμένα συστήματα θεωρητικής και πρακτικής προσέγγισης) διαχείρισης πολιτισμικής κληρονομιάς, με εστίαση στον τρόπο με τον οποίο το κάθε μοντέλο προσεγγίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη: «υλικοκεντρικό», «αξιοκεντρικό» και μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς». Εξετάζονται συγκεκριμένα παραδείγματα πολιτιστικών χώρων από τη διεθνή καθώς και την ελληνική πραγματικότητα, όπου εφαρμόζονται τα μοντέλα, ενώ, συγχρόνως, εντοπίζονται τα ισχυρά σημεία και οι αδυναμίες κάθε μοντέλου. Το μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς», ειδικότερα, δίνει έμφαση στην έννοια της συνέχειας της σύνδεσης των κοινωνιών με την πολιτισμική κληρονομιά και στη διαρκή δημιουργία και εξέλιξη του παρελθόντος στο παρόν και στο μέλλον.
Το κεφάλαιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα, για να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη, είναι ανάγκη να μεταβούμε -ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε χώρου- από το ισχύον «υλικοκεντρικό» μοντέλο στο «αξιοκεντρικό» μοντέλο και στο «μοντέλο ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς».
1 Εισαγωγή: ιστορική εξέλιξη, περιεχόμενο, χαρακτηριστικά, ορισμός διαχείρισης υλικής πολιτισμικής κληρονομιάς
1.1 Ιστορική εξέλιξη διαχείρισης
Η διαχείριση της (υλικής) πολιτισμικής κληρονομιάς μπορεί να οριστεί ως «ο επαγγελματικός κλάδος που είναι αφιερωμένος στη διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς για το μέλλον» (Munos-Vinas, 2005, σελ. 13).
Ο κλάδος της διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς γεννήθηκε και αναπτύχθηκε κυρίως στη Δυτική Ευρώπη. Οι απαρχές του κλάδου εντοπίζονται στις φιλοσοφικές αναζητήσεις που έλαβαν χώρα κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Δυτική Ευρώπη σχετικά με θέματα διατήρησης ιστορικών κτηρίων, όπως αυτές που ξεκίνησαν από την Cambridge Camden Society, το conservation movement και το έργο του Alois Riegl (Jokilehto, 1986, σελ. 295-298, 304-313, 378-381· Stanley-Price, Kirby Talley & Melucco Vaccaro, 1996, σελ. 69-83, 18-21, 322-323, 309-310).
Η διαχείριση αναπτύχθηκε χάρη σε συμφωνίες που υιοθετήθηκαν στη Δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια σε διεθνές επίπεδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με τη βοήθεια πολιτιστικών οργανισμών που δημιουργήθηκαν αυτήν την περίοδο όπως το Icomos, για παράδειγμα ο Χάρτης της Βενετίας / Venice Charter (Icomos, 1964). Σημείο τομής της ιστορίας της διαχείρισης αποτελεί η υιοθέτηση, με πρωτοβουλία κρατών του δυτικού, κυρίως, κόσμου, της Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς (στο εξής Σύμβαση Παγκόσμιας Κληρονομιάς) της Unesco (Simmonds, 1997, σελ. 251-281· Unesco, 1972).
2.1.2 Περιεχόμενο διαχείρισης
Η διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς ασχολείται με τα εξής στοιχεία (Πούλιος, 2010β):
1. Υλικό (fabric/material). Το υλικό περιλαμβάνει τα υλικά, χειροπιαστά στοιχεία της πολιτισμικής κληρονομιάς και συγκεκριμένα: α) το είδος του υλικού και τον τρόπο κατασκευής, τη διακόσμηση, την τεχνοτροπία, κ.λπ ενός μνημείου, β) την όποια κατασκευή υπάρχει στο έδαφος αλλά και στο υπέδαφος ενός μνημείου, γ) τη διαμόρφωση του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου ενός μνημείου, καθώς και δ) τον ευρύτερο φυσικό περιβάλλοντα χώρο.(10)
2. Άυλα στοιχεία (intangible / less tangible elements). Περιλαμβάνουν τα μη υλικά / μη χειροπιαστά στοιχεία της πολιτισμικής κληρονομιάς, όπως π.χ. μύθους, προφορικές παραδόσεις, κοινωνικές αντιλήψεις, θρησκευτικές παραδόσεις και λατρευτικές πρακτικές/τελετουργίες, τα οποία συνδέονται με την υλική πολιτισμική κληρονομιά. (11)
3. Αξίες (values). Αξία θεωρείται το έννομο ενδιαφέρον μιας ομάδας ανθρώπων / ομάδας ενδιαφέροντος (stakeholder groups / interest groups) για την πολιτισμική κληρονομιά.(12)
Ομάδες ενδιαφέροντος: Οι ομάδες αυτές διαφοροποιούνται μεταξύ τους στη βάση της διαφορετικής τους σχέσης με την πολιτισμική κληρονομιά (και όχι ανάλογα με τα προσωπικά χαρακτηριστικά των μεμονωμένων ατόμων τα οποία τις αποτελούν). (13) Παραδείγματα ομάδων ενδιαφέροντος: αρχαιολόγοι, ιστορικοί, ερευνητές, πολιτικοί, μέλη τοπικής κοινωνίας, μοναχοί, ιθαγενείς, επισκέπτες/τουρίστες, τουριστικοί πράκτορες, και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Το ίδιο άτομο μπορεί να ανήκει σε περισσότερες από μία ομάδες ενδιαφέροντος, ανάλογα με τις διαφορετικές μορφές σχέσεων που αναπτύσσει με την πολιτισμική κληρονομιά. Παραδείγματος χάριν, κάποιος μπορεί να είναι και ερευνητής και επισκέπτης κάποιου αρχαιολογικού χώρου.
Αξίες: Διαφορετικές ομάδες ενδιαφέροντος μπορεί να προσδίδουν εν μέρει ίδιες αξίες στην πολιτισμική κληρονομιά. Παραδείγματα αξιών τις οποίες προσδίδουν διαφορετικές ομάδες ενδιαφέροντος στην πολιτισμική κληρονομιά: επιστημονική (αξία την οποία προσδίδει π.χ. ο ερευνητής), ιστορική (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. οι ιστορικοί-αρχαιολόγοι), σπανιότητα (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. οι ιστορικοί-αρχαιολόγοι), παλαιότητα (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. οι ιστορικοί-αρχαιολόγοι), εθνική (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. οι πολιτικοί και τα μέλη της εθνικής-κρατικής κοινότητας), τοπική (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. οι πολιτικοί και τα μέλη της τοπικής κοινωνίας), θρησκευτική (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. οι μοναχοί ή οι ιθαγενείς και τα μέλη της τοπικής κοινωνίας), χρηστική (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. τα μέλη της τοπικής κοινωνίας και οι επισκέπτες), αισθητική (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. οι αρχαιολόγοι και οι επισκέπτες), οικονομική/τουριστική (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. οι επισκέπτες/τουρίστες, οι τουριστικοί πράκτορες και τα μέλη της τοπικής κοινωνίας) και αξία από δυνατότητα νέας χρήσης (αξία την οποία προσδίδουν π.χ. οι ιστορικοί-αρχαιολόγοι και τα μέλη της τοπικής κοινωνίας) (Λαμπρινουδάκης, 2008, σελ. 153-156· Mason, 2002, σελ. 7-13· Mason & Avrami, 2002, σελ. 16-19).
Οι αξίες αυτές έχουν κατά καιρούς ταξινομηθεί σε ευρύτερες κατηγορίες-συστήματα (ενδεικτικά: Mason, 2002, σελ. 9, πίν. 1). Γενικότερα, όμως, οι κύριες κατηγορίες αξιών είναι δύο:
α) οι αξίες που συνδέονται με τη διατήρηση του υλικού της πολιτισμικής κληρονομιάς (π.χ. επιστημονική, ιστορική, αισθητική αξία, σπανιότητα και παλαιότητα) και
β) οι αξίες που συνδέονται με τη διαφύλαξη των άυλων / μη υλικών στοιχείων της πολιτισμικής κληρονομιάς (π.χ. θρησκευτική, πνευματική και χρηστική αξία).
«Αυθεντικότητα» (authenticity). Όλα τα παραπάνω στοιχεία (υλικό, άυλα στοιχεία, αξίες) εκφράζουν-συνθέτουν την «αυθεντικότητα» της πολιτισμικής κληρονομιάς. Ειδικότερα:
Ορισμός αυθεντικότητας:
Η αυθεντικότητα αναδείχτηκε ως η κεντρική έννοια στη διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς (Lowenthal, 1992, 1995· Ucko, 2000), με αναφορά σε ελληνικούς πολιτιστικούς χώρους (Πούλιος, 2015). Η προσπάθεια διαφύλαξης της αυθεντικότητας μπορεί να θεωρηθεί ως η αναζήτηση της αλήθειας στον κλάδο του πολιτισμού (Jokilehto & King, 2000, σελ. 33). Η αυθεντικότητα καθιερώθηκε επισήμως σε διεθνές επίπεδο με την υιοθέτηση της Σύμβασης της Παγκόσμιας Κληρονομιάς (και της Λίστας Παγκόσμιας Κληρονομιάς, η οποία συνοδεύει τη Σύμβαση). Στο πλαίσιο της Σύμβασης της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, η αυθεντικότητα μπορεί να εννοηθεί ως «προσπάθεια να βεβαιωθεί ότι οι αξίες εκφράζονται με τρόπο αξιόπιστο ή γνήσιο από τα χαρακτηριστικά που φέρουν τις αξίες αυτές» (Stovel, 2004, σελ. 131). Για τις διαφορετικές προσεγγίσεις της αυθεντικότητας βλ. μοντέλα διαχείρισης παρακάτω.
Ρίζες - Ιστορική εξέλιξη αυθεντικότητας:
Η αυθεντικότητα αποτελεί ουσιαστικά προϊόν της δυτικοευρωπαϊκής πολιτιστικής ιστορίας,14 η οποία στη συνέχεια μεταφέρθηκε ή και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβλήθηκε και στον μη δυτικό κόσμο (βλ. υλικοκεντρικό μοντέλο παρακάτω). Πιο συγκεκριμένα, η έννοια της αυθεντικότητας έχει τις ρίζες της σε μια αίσθηση διαρκούς έλλειψης ικανοποίησης από το παρόν, η οποία διακατέχει τη δυτική κοινωνία και οφείλεται στις ταχύτατες μεταβολές και τη συνεχή κινητικότητα των τελευταίων αιώνων στον δυτικό κόσμο. Η αίσθηση αυτή προκαλεί μια έντονη επιθυμία ή και ανάγκη για κάτι το γνώριμο, οικείο και αναμενόμενο, παρά για κάτι το διαφορετικό, απρόσμενο και καινοτόμο. Μέσα σ' αυτήν την ταχύτατα μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, το παρελθόν αποκτά μια ασφαλή θέση και, επομένως, προσεγγίζεται με νοσταλγία: η αίσθηση του ανικανοποίητου από το παρόν προκαλεί μια έντονη επιθυμία ή και ανάγκη για την αναζήτηση ιχνών ενός «αυθεντικού», υποθετικά περισσότερο ικανοποιητικού παρελθόντος και την ανάκτηση πραγμάτων ή την αναβίωση καταστάσεων του παρελθόντος, που δεν έχουν «αγγιχτεί» και αλλοιωθεί από το παρόν (Lowenthal, 1995, σελ. 122· MacCannell, 1999, σελ. 2-3).
Στόχος διαχείρισης (σε σχέση με την αυθεντικότητα):
Ο κλάδος της διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς, ο οποίος αναπτύχθηκε και εξακολουθεί να αναπτύσσεται εντός αυτής της αίσθησης του ανικανοποίητου από το παρόν, έχει ως βασικό στόχο του τη διατήρηση της υλικής κληρονομιάς του παρελθόντος και την προστασία της από την απώλεια και την καταστροφή που συντελούνται στο εκάστοτε παρόν. Με τον τρόπο αυτόν, η διαχείριση επιβάλλει ένα είδος α-συνέχειας ανάμεσα στα μνημεία, τα οποία θεωρούνται ότι ανήκουν στο παρελθόν, και τους ανθρώπους και τις κοινωνικές και πολιτιστικές διεργασίες του εκάστοτε παρόντος, τα οποία θεωρούνται ότι φθείρουν τα μνημεία (Jones, 2006, σελ. 122· Ucko, 1994, σελ. 261-263 Walderhaug-Saetersdal, 2000, σελ. 163-180). Όπως έχει χαρακτηριστικά σημειωθεί, «η διαχείριση είναι μια σύγχρονη επινόηση η οποία βλέπει το παρελθόν αποκομμένο από το παρόν» (Matero, 2004, σελ. 69).
Αρχές και πρακτικές διαχείρισης (σε σχέση με την αυθεντικότητα):
Αυτή η ασυνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και η προσκόλληση σε ένα «αυθεντικό» παρελθόν καθορίζουν τις βασικές αρχές της διαχείρισης: την εστίαση στο παρελθόν και στη διατήρηση του υλικού των μνημείων, την αντίληψη ότι η αυθεντικότητα είναι μη ανανεώσιμη και το ενδιαφέρον για τη μεταβίβαση της πολιτισμικής κληρονομιάς στις μελλοντικές γενιές. Η ασυνέχεια αυτή καθορίζει και τις βασικές πρακτικές της διαχείρισης απέναντι στο υλικό, όπως π.χ.: την αναστρεψιμότητα των επεμβάσεων, τη συμβατότητα των πρόσθετων στοιχείων που χρησιμοποιούνται, την αρχή της αναστήλωσης (Icomos, 1964). Επίσης, αυτή η ασυνέχεια προσδίδει στους υπευθύνους διαχείρισης (οι οποίοι έχουν οριστεί και επιβλέπονται συνήθως από το κράτος) έναν κυρίαρχο ρόλο στη διαδικασία της διαχείρισης, καθορίζοντας συγχρόνως και τα όρια της επέμβασής τους (Sullivan, 2004, σελ. 50).
2.1.3 Χαρακτηριστικά διαχείρισης
Η διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς νοείται ως (Πούλιος, 2010β):
Θετική αντιμετώπιση και προστασία της κληρονομιάς. Η αρνητική αντιμετώπιση, ως ακούσια ή και εκούσια καταστροφή της κληρονομιάς (π.χ. με τη μορφή της άγνοιας, της εγκατάλειψης, της λεηλασίας και της αρχαιοκαπηλίας), αποτελεί αντικείμενο μελέτης και ανάλυσης, αλλά δεν υπάγεται στην έννοια της διαχείρισης.
Συστηματική αντιμετώπιση και προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς, δηλαδή η προστασία με τρόπο συστηματικό. Αυτό σημαίνει ότι η διαχείριση επιτελείται στη βάση συγκεκριμένων μελετών, με συγκεκριμένη στρατηγική, μεθοδολογία και με συγκεκριμένα εργαλεία και τεχνικές, που διέπονται από λογική ακολουθία και αποτελεσματικότητα (βλ. μοντέλα διαχείρισης παρακάτω).
Με διαφορετική εφαρμογή σε κάθε περίπτωση. Η διαχείριση λαμβάνει υπόψη της και προσαρμόζεται στις ευαισθησίες και ανάγκες της κάθε πολιτισμικής κληρονομιάς ξεχωριστά. Αυτό σημαίνει ότι οι μελέτες -και κατ' επέκταση η στρατηγική, η μεθοδολογία, τα εργαλεία και οι τεχνικές στις οποίες βασίζεται η διαχείριση- καθώς και η ομάδα / επιτροπή διαχείρισης (βλ. παρακάτω) είναι διαφορετικές για κάθε περίπτωση.
Δυναμική αντιμετώπιση και προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς, δηλαδή διαρκής και μακροπρόθεσμα βιώσιμη, ανταποκρινόμενη και αναπροσαρμοζόμενη στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και τεχνολογικές συνθήκες και προκλήσεις.
Με έμφαση στην πρόληψη (παρά στην αντιμετώπιση).
Συνολική, ολοκληρωμένη αντιμετώπιση και προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς -και όχι μόνο οικονομική διαχείριση της κληρονομιάς. Συγκεκριμένα, η διαχείριση περιλαμβάνει: το ενδιαφέρον για την πολιτισμική κληρονομιά, μελέτη, έρευνα, ανασκαφή, καταγραφή, τεκμηρίωση, ερμηνεία, αξιολόγηση, αναστήλωση, συντήρηση, διαφύλαξη, νομοθεσία, πολιτική προστασίας, ανάδειξη, παρουσίαση, προβολή, οικονομική (συμπεριλαμβανόμενης της τουριστικής) αξιοποίηση της πολιτισμικής κληρονομιάς.
Διεπιστημονική αντιμετώπιση και προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς. Προκειμένου να αντεπεξέλθει στο πλήθος και την ευρύτητα των παραπάνω δραστηριοτήτων, καθώς και στην πολυπλοκότητα των μεταξύ τους σχέσεων, η διαχείριση προϋποθέτει τη συνεργασία πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων. Οι ειδικότητες αυτές περιλαμβάνουν: ι) τις «παραδοσιακές» ειδικότητες, οι οποίες επί δεκαετίες ή και αιώνες ασχολούνται με τη μελέτη και προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς, π.χ. αρχαιολογία, αρχιτεκτονική, ιστορία και ιστορία της τέχνης, αλλά και ιι) νέες, σύγχρονες ειδικότητες, των οποίων η συμβολή στη διαχείριση κρίνεται σήμερα απαραίτητη λόγω των μεταβαλλόμενων ευρύτερων συνθηκών (βλ. παραπάνω), π.χ. οικονομικές και τουριστικές επιστήμες. Σε πρακτικό επίπεδο, η διαχείριση ενός αρχαιολογικού χώρου δεν μπορεί να είναι μια ατομική υπόθεση ενός μόνο ειδικού, αλλά αποτελεί μέριμνα διεπιστημονικής ομάδας / επιτροπής διαχείρισης (management team / committee). Για λόγους πρακτικούς, η ομάδα/επιτροπή αυτή δεν περιλαμβάνει ειδικούς από καθεμία από τις παραπάνω ειδικότητες ξεχωριστά (ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν πρακτικά ανέφικτο, αλλά και θα οδηγούσε σε μια πολυπρόσωπη, δυσλειτουργική και αναποτελεσματική ομάδα διαχείρισης), αλλά περιορίζεται στους ειδικούς εκείνους των οποίων η συμμετοχή κρίνεται απαραίτητη, ανάλογα με τις συγκεκριμένες ανάγκες και ευαισθησίες της προς προστασία πολιτισμικής κληρονομιάς. Οι ειδικοί των άλλων ειδικοτήτων πλαισιώνουν την ομάδα / επιτροπή διαχείρισης ως συνεργάτες.
Κοινωνική λειτουργία, δεδομένου ότι η πολιτισμική κληρονομιά είναι βασικό κοινωνικό αγαθό.
Αυτό σημαίνει ότι:
Η διαχείριση επιτελείται προς όφελος της κοινωνίας. Τα οφέλη της κοινωνίας από τη διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς είναι πολλαπλά: π.χ. οικονομικά (η πολιτισμική κληρονομιά ως εν δυνάμει πλουτοπαραγωγική πηγή), διδακτικά/εκπαιδευτικά (η πολιτισμική κληρονομιά ως εκπαιδευτικό αγαθό), ψυχαγωγικά (η πολιτισμική κληρονομιά ως αγαθό απόλαυσης και βίωσης), κοινωνικά (η πολιτισμική κληρονομιά ως μέσο βελτίωσης της ποιότητας ζωής της κοινωνίας, αλλά και ως μέσο εξασφάλισης της επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων).
• Αυτοί που αναλαμβάνουν και διεκπεραιώνουν τη διαχείριση λειτουργούν ως εκπρόσωποι / υπηρέτες της κοινωνίας. Η διαχείριση αποτελεί, ουσιαστικά, ευθύνη και αρμοδιότητα του κοινωνικού συνόλου.
• Απώτερος στόχος της διαχείρισης είναι η διαφύλαξη και ενίσχυση της σύνδεσης της κοινωνίας με την πολιτισμική κληρονομιά.
• Η διαχείριση επιτελείται με τη συνειδητή και ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας, με εστίαση στην τοπική κοινωνία (βλ. παρακάτω: ενότητα «τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη»). Η συμμετοχή της (τοπικής) κοινωνίας πραγματοποιείται βάσει συγκεκριμένου σχεδιασμού (βλ. παρακάτω: «αξιοκεντρικό» μοντέλο και μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς»). Σε πρακτικό επίπεδο, η ομάδα / επιτροπή διαχείρισης βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία και συνεργασία με την τοπική κοινωνία, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη και η συμμετοχή εκπροσώπου της τοπικής κοινωνίας στην ίδια την ομάδα / επιτροπή διαχείρισης.
2.1.4 Ορισμός διαχείρισης: ένας αυτόνομος επαγγελματικός κλάδος
Με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά, θα μπορούσε να δοθεί ο εξής ορισμός της διαχείρισης: Διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς είναι η ολοκληρωμένη προστασία, με τρόπο συστηματικό και διεπιστημονικό και μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες, του υλικού της πολιτισμικής κληρονομιάς, καθώς και των αξιών τις οποίες η κληρονομιά αυτή εκφράζει ως απόρροια της σύνδεσής της με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Οι ειδικοί διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς είναι αρμόδιοι για την εκπόνηση και διεκπεραίωση συγκεκριμένων μελετών διαχείρισης. Είναι αρμόδιοι για τη χάραξη στρατηγικής και τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του συνόλου των διαφορετικών δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στη διαχείριση (π.χ. μελέτη, ανασκαφή, αναστήλωση, προβολή και αξιοποίηση: βλ. παραπάνω). Οι ειδικοί διαχείρισης έχουν γνώση και των «παραδοσιακών» αλλά και των πιο σύγχρονων ειδικοτήτων που συμμετέχουν στη διαχείριση (βλ. παραπάνω) και, με τον τρόπο αυτόν, αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των διαφορετικών ειδικοτήτων: θέτουν το πλαίσιο συνεργασίας και διασφαλίζουν τη συνεργασία και την ισορροπία μεταξύ των ειδικοτήτων, με στόχο την αποτελεσματική προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς. Σε πρακτικό επίπεδο, οι ειδικοί διαχείρισης μπορούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία της διαχείρισης με τους εξής τρόπους: α) ως υπεύθυνοι διαχείρισης (heritage managers), συνηθέστερα ως επικεφαλής ή και ως μέλη της ομάδας / επιτροπής διαχείρισης, ή και β) ως σύμβουλοι διαχείρισης (heritage consultants), με συμβολή σε συγκεκριμένα σημεία της διαδικασίας της διαχείρισης, συνήθως ως εξωτερικοί συνεργάτες.
Η διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς αποτελεί έναν νέο επιστημονικό και επαγγελματικό κλάδο, με αυτόνομη ειδίκευση, ο οποίος εφαρμόζει αρχές και πρακτικές αναγνωρισμένες και καθιερωμένες σε διεθνές επίπεδο και βασίζεται σε ειδικές σπουδές. Με τον τρόπο αυτόν, οι ειδικοί διαχείρισης διαφοροποιούνται από τους αρχαιολόγους. Συγχρόνως, όμως, οι ειδικοί διαχείρισης οφείλουν να βρίσκονται σε διαρκή και στενή συνεργασία με τους αρχαιολόγους, λόγω της πολύ σημαντικής εμπειρίας των τελευταίων ως του κατεξοχήν φορέα μελέτης και προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς επί δεκαετίες ή και αιώνες (από τη γένεση της αρχαιολογίας ως επιστημονικού κλάδου κατά τον 19ο αιώνα). Σε πρακτικό επίπεδο, οι ειδικοί διαχείρισης και οι αρχαιολόγοι συνεργάζονται στο πλαίσιο της ομάδας / επιτροπής διαχείρισης.
2.2 Τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη
Ο κλάδος της διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς χαρακτηρίζεται, σε παγκόσμιο επίπεδο, από μια αυξανόμενη προσπάθεια να αναγνωρίσει τη «ζωντανή» διάσταση της πολιτισμικής κληρονομιάς και την ανάγκη συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας στη διαδικασία της διαχείρισης.
Οι πρώτες προσεγγίσεις διαχείρισης στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως η δράση του Cambridge Camden Society, του conservation movement, καθώς και φιλοσόφων όπως ο Alois Riegl (βλ. παραπάνω), μπορούν να θεωρηθούν ιδιαίτερα «υλιστικές». Αντιμετώπισαν την πολιτισμική κληρονομιά ως έναν χειροπιαστό, υλικό και μη αναστρέψιμο πόρο και εστίασαν στην ανάγκη να προστατευτεί η πολιτισμική κληρονομιά από ανθρώπινες πρακτικές, οι οποίες θεωρήθηκαν βλαπτικές για την πολιτισμική κληρονομιά. Μόνο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Hague Convention for the Protection of Cultural Property in the Event of Armed Conflict (Unesco, 1954), η πολιτισμική κληρονομιά αναγνωρίστηκε -σε διεθνές επίπεδο- ως ανθρώπινη δημιουργία (παρ. 1).
Εντούτοις, το πεδίο εφαρμογής της σύμβασης περιοριζόταν στην προστασία σε περιπτώσεις ένοπλης σύρραξης ή βίας (παρ. 3). Ο Χάρτης της Βενετίας (Icomos, 1964) συμπεριέλαβε πολιτιστικές, αισθητικές και ιστορικές αξίες (παρ. 9). Η ανθρώπινη διάσταση της πολιτισμικής κληρονομιάς αναγνωρίστηκε (πρόλογος), αλλά δεν υπήρξε άμεση αναφορά στους ανθρώπους που ζούνε μέσα στα μνημεία. Η Σύμβαση Παγκόσμιας Κληρονομιάς (Unesco, 1972) συμπεριέλαβε εθνολογικές-ανθρωπολογικές αξίες (παρ. 1) και έκανε άμεση αναφορά στη σύνδεση πολιτισμικής κληρονομιάς και κοινωνιών: «Κάθε κράτος μέλος της Σύμβασης θα προσπαθήσει [...] να υιοθετήσει μια γενική πολιτική που θα αποσκοπεί στο να προσδώσει στην πολιτισμική και φυσική κληρονομιά λειτουργικό ρόλο στη ζωή της κοινότητας» (παρ. 5). Η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στη διαδικασία υποψηφιότητας και εγγραφής στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς αρχικά αποθαρρύνθηκε, ώστε να αποφευχθεί η «αχρείαστη δημοσιότητα» και η «δημόσια αμηχανία (embarrassment)}} (Unesco, 1988, 1992, 1994α, παρ. 14), αλλά στη συνέχεια θεωρήθηκε «απαραίτητη, ώστε να νιώσουν [οι τοπικές κοινωνίες] από κοινού με το κράτος μέλος την ευθύνη για την προστασία των χώρων» (Unesco, 1996, 1999, παρ. 14). Με την ενσωμάτωση των «πολιτιστικών τοπίων», συμπεριλήφθηκαν οι ζωντανές πολιτιστικές παραδόσεις: τα άυλα / μη υλικά στοιχεία της πολιτισμικής κληρονομιάς, τα παραδοσιακά και εθιμικά συστήματα και μηχανισμοί διαχείρισης καθώς και τα συστήματα έγγειας ιδιοκτησίας των τοπικών κοινωνιών (Unesco, 1995, παρ. 35-42).
Το Nara Document on Authenticity (Unesco, 1994β) εισήγαγε την έννοια της «πολιτιστικής ποικιλομορφίας» (cultural diversity), τονίζοντας ότι η πολιτισμική κληρονομιά μπορεί να γίνει κατανοητή και να προστατευτεί στο συγκεκριμένο τοπικό κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει (παρ. 11-12). Ο Χάρτης τηςΜπούρα / Burra Charter (Icomos Australia, 1999) εστίασε στην έννοια της «πολιτιστικής σημασίας» (cultural significance), αναφερόμενος σε «μια βαθιά και συγκινησιακή έννοια σύνδεσης κοινωνίας και τοπίου, [...] παρελθούσες και ζώσες εμπειρίες» (πρόλογος). Ο Χάρτης της Μπούρα / Burra Charter προσπάθησε, επίσης, να καταστήσει «δημοκρατική» τη διαδικασία διαχείρισης με την ενεργό ενσωμάτωση των τοπικών κοινωνιών, ιδίως των ιθαγενών, στη διαδικασία (παρ. 12 και 26.3). H Budapest Declaration on World Heritage (Unesco, 2002) εστίασε στην έννοια της «βιωσιμότητας / βιώσιμης ανάπτυξης», συνδέοντας την προστασία με τα καθημερινά κοινωνικά και οικονομικά ενδιαφέροντα και την ποιότητα ζωής των τοπικών κοινωνιών (παρ. 3γ). Η Γενική Συνέλευση του Icomos το 2011 είχε ως τίτλο «Πολιτισμική κληρονομιά, όχημα ανάπτυξης». Η σημαντικότερη πιο πρόσφατη εξέλιξη στον τομέα της διαχείρισης πολιτισμικής κληρονομιάς αφορά την υπογραφή του Nara+20 Document (Icomos Japan, 2014· Poulios, 2015), το οποίο εστιάζει στη βιώσιμη ανάπτυξη και τη συνδέει (άρθρο 5) με τις πολιτιστικές διαδικασίες (άρθρο 1) και τις αξίες των ομάδων ενδιαφέροντος (άρθρα 3-4) στη διαρκή εξέλιξή τους στο πέρασμα του χρόνου (άρθρο 2).
2.3 Μοντέλα διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς
Τα μοντέλα διαχείρισης αποτελούν ολοκληρωμένα συστήματα θεωρητικής και πρακτικής προσέγγισης (με στρατηγική, μεθοδολογία και εργαλεία) της έννοιας και της εφαρμογής της διαχείρισης.
Τα σημαντικότερα μοντέλα διαχείρισης που ισχύουν σε παγκόσμιο επίπεδο είναι: το «υλικοκεντρικό», το «αξιοκεντρικό» και το μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» (Πούλιος, 2010β·Poulios, 2010, 2014α, 2014β). Το υλικοκεντρικό μοντέλο εμφανίστηκε κατά τον 19ο αιώνα και υπήρξε το κυρίαρχο μοντέλο μέχρι και πριν από τις τελευταίες δεκαετίες. Το αξιοκεντρικό μοντέλο, αποτέλεσμα της κριτικής στο υλικοκεντρικό μοντέλο, εμφανίστηκε τη δεκαετία του '80 και θεωρείται σήμερα το πιο διαδεδομένο μοντέλο. Το μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς», απόρροια της κριτικής στο αξιοκεντρικό μοντέλο, εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του '90 και κυρίως τη δεκαετία του 2000.
2.3.1 «Υλικοκεντρικό» μοντέλο (material-based approach) Ιστορική εξέλιξη
Το υλικοκεντρικό μοντέλο εμφανίστηκε στον δυτικό κόσμο με τη γένεση της αρχαιολογίας ως επιστημονικού κλάδου κατά τον 19ο αιώνα.(15) Το συγκεκριμένο μοντέλο εκφράζεται πληρέστερα στη Χάρτα της Βενετίας (Icomos, 1964), η οποία θεωρείται το σημαντικότερο κείμενο διεθνώς για τη συντήρηση/αναστήλωση (του υλικού) των μνημείων.
Περιγραφή/Χαρακτηριστικά
Το υλικοκεντρικό μοντέλο δίνει έμφαση στο υλικό (material/fabric), το οποίο θεωρείται σημαντικό κυρίως από ιστορικής, αρχαιολογικής, επιστημονικής και αισθητικής πλευράς. Η «αυθεντικότητα» της πολιτισμικής κληρονομιάς ενυπάρχει στο υλικό. Επομένως, στόχος της διαχείρισης, σύμφωνα με το υλικοκεντρικό μοντέλο, είναι η διατήρηση του υλικού του παρελθόντος και η προστασία του από τη φθορά και την καταστροφή που συντελούνται στο παρόν, για χάρη του μέλλοντος. Σε πρακτικό επίπεδο, η διαχείριση νοείται ως ένα τεχνικό έργο: αρχίζει με τον εντοπισμό της φθοράς του υλικού και ολοκληρώνεται με την αντιμετώπιση της φθοράς αυτής. Η διαχείριση βασίζεται στο «επιχειρησιακό σχέδιο» (master plan), το οποίο αποτελεί, στην ουσία, μια τεχνική μελέτη αποκατάστασης ενός μνημείου.
Η αποκλειστική ευθύνη -και εξουσία- για τη διαχείριση ανήκει στους ειδικούς (experts/ professionals/authorities), χωρίς να υπάρχει συμμετοχή της κοινωνίας. Οι ειδικοί, στο πλαίσιο του υλικοκεντρικού μοντέλου, αποτελούνται συνήθως από αρχαιολόγους (και όχι από ειδικούς διαχείρισης με αυτόνομη ειδίκευση στον κλάδο, όπως περιγράφηκαν στην προηγούμενη ενότητα).
Έμφαση δίνεται στην προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς. Η χρήση της πολιτισμικής κληρονομιάς (από την κοινωνία) υποτάσσεται ή και «θυσιάζεται» για χάρη της προστασίας (από τους ειδικούς). Αποδεκτές γίνονται μόνο οι σύγχρονες, επιστημονικές αρχές και πρακτικές διαχείρισης, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι παραδοσιακές αρχές και πρακτικές διαχείρισης των τοπικών κοινωνιών (χάρη στις οποίες η πολιτισμική κληρονομιά διασώθηκε στο πέρασμα του χρόνου, από την εποχή της αρχικής της δημιουργίας μέχρι και σήμερα). Προτείνεται η μινιμαλιστική, η μικρότερη δυνατή παρέμβαση στο αυθεντικό υλικό: επιτρέπεται μόνο η αναστήλωση (anastylosis), ενώ απαγορεύονται οι ανακατασκευές (reconstruction).
Η ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής της πολιτισμικής κληρονομιάς με βάση την αξιοποίηση της κληρονομιάς επιδιώκεται αποκλειστικά σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα των ειδικών διαχείρισης (Σχήμα 2.1).
Παραδείγματα εφαρμογής
Χαρακτηριστικά παραδείγματα εφαρμογής του μοντέλου, σε σχέση και με την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, είναι ο Χώρος Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς Angkor στην Καμπότζη, από τη διεθνή πραγματικότητα, και ο χώρος του ανακτόρου του Γαλερίου στην πλατεία Ναυαρίνου στη Θεσσαλονίκη, από την Ελλάδα.
Στην Angkor τις τελευταίες δεκαετίες οι υπεύθυνοι διαχείρισης του χώρου έχουν δώσει υπερβολική έμφαση στην τουριστική ανάπτυξη του χώρου. Η τοπική κοινωνία και η μοναστική κοινότητα περιορίζονται ολοένα και περισσότερο εντός του χώρου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις απομακρύνθηκαν από αυτόν, και συγχρόνως έχει αρχίσει να αλλοιώνεται η σχέση τους με τον χώρο: η τοπική κοινωνία, χωρικοί στην πλειονότητά τους, έχουν αρχίσει να εστιάζουν υπερβολικά στην οικονομική αξία του χώρου με την ολοένα και ενεργότερη συμμετοχή τους στην τουριστική βιομηχανία, ενώ το να γίνει κανείς μοναχός θεωρείται πια μορφή οικονομικής επένδυσης (Miura, 2005).
Στο παράδειγμα του ανακτόρου του Γαλερίου στην πλατεία Ναυαρίνου στη Θεσσαλονίκη (κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, υπό την εποπτεία της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας), παρά το γεγονός ότι τα κατάλοιπα του ανακτόρου είναι άμεσα ενσωματωμένα στον οικοδομικό ιστό του κέντρου της πόλης, πλαισιωμένα από κατοικίες, καφετέριες, καταστήματα και οδικούς άξονες υψηλής κυκλοφορίας, οι υπεύθυνοι διαχείρισης δεν φρόντισαν να εμπλέξουν την τοπική κοινωνία σε κανένα, ουσιαστικά, σημείο της διαδικασίας διαχείρισης. Η διαδικασία την οποία ακολούθησαν αποτυπώνεται σαφώς στις πινακίδες ενημέρωσης που έχουν αναρτήσει εντός του χώρου (σημείωση: μπορεί, επίσης, να παρατηρήσει κανείς το περίπλοκο και με πλήθος τεχνικών όρων ύφος γραφής, το οποίο απομακρύνει ακόμα και το πιο καλόπιστο μη ειδικό κοινό) [έμφαση σημείων του κειμένου: του συγγραφέα]:
Η μελέτη: Η συντήρηση και η αποκατάσταση των μνημείων αποσκοπεί στη διάσωσή τους ως έργων τέχνης και ως ιστορικών μαρτυριών. Διάφορες επεμβάσεις μπορούν να γίνουν με στόχο την επιβράδυνση της φθοράς των ερειπίων που συνήθως βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο διάβρωσης, λόγω της έκθεσής τους στις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες. Η διαδικασία της αποκατάστασης είναι επέμβαση υψηλής εξειδίκευσης απολύτως αναγκαία για τη διατήρηση των μνημείων, παρόλο που αφαιρεί ένα μέρος της αυθεντικότητάς τους. Το γεγονός αυτό καθιστά απαραίτητη τη λεπτομερή τεκμηρίωση και μελέτη των ερειπίων πριν και κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης ώστε η επέμβαση να είναι αποτελεσματική, σεβόμενη συγχρόνως την ιστορική και αισθητική τους αξία. Η τεκμηρίωση βασιζόμενη στην ιστορική έρευνα αποτελεί το πρώτο στάδιο της μελέτης. Έχει στόχο τον λεπτομερή σχεδιασμό (αποτύπωση) των μνημείων, την καταγραφή των ιστορικών φάσεων και των οικοδομικών τεχνικών, την κατάσταση διατήρησης πριν από την επέμβαση και τη διάγνωση των προβλημάτων. Μετά την τεκμηρίωση ακολουθεί το δεύτερο στάδιο της μελέτης που αφορά τις προτάσεις για την άρση των αιτιών που προκαλούν την καταστροφή των μνημείων. Οι αρχές που τηρούνται στην αποκατάσταση των μνημείων (διακριτικές και ορατές επεμβάσεις, αντιστρεψιμότητα των λύσεων, χρήση παραδοσιακών υλικών κ.λπ.) καθορίζονται από τους «χάρτες αποκατάστασης» που είναι διεθνώς αποδεκτοί.
Το σχεδιάγραμμα που ακολουθεί το παραπάνω κείμενο, στην ίδια πινακίδα ενημέρωσης, έχει ως εξής: ανασκαφική έρευνα — μελέτη, η οποία περιλαμβάνει δύο στάδια:
α) την επιστημονική τεκμηρίωση, η οποία με τη σειρά της περιλαμβάνει ι) την αποτύπωση, ιι) την ιστορική έρευνα και ιιι) την κατάσταση διατήρησης ερειπίων, και
β) την πρόταση αποκατάστασης, η οποία με τη σειρά της περιλαμβάνει ι) την προστασία και ιι) την αναγνωσιμότητα — απόδοση του μνημείου στο κοινό. Επομένως, το «κοινό», μ' αυτόν τον γενικό και ασαφή όρο, είναι αυτό το οποίο απλώς παραλαμβάνει στο τέλος της διαδικασίας το αποκαταστημένο μνημείο.
Εικόνα 2.1 Ανάκτορο του Γαλερίου στην πλατεία Ναυαρίνου στη θεσσαλονίκη: Χώρος μη προσβάσιμος στο κοινό για λόγους συντήρησης, (Πηγή: από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα)
Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί ότι λίγο μετά το άνοιγμα του χώρου και τα εγκαίνια με την παρουσία των εκπροσώπων της πολιτικής και πανεπιστημιακής κοινότητας της πόλης, ο χώρος ξαναέκλεισε για το κοινό με σκοπό τη συνέχιση και ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης του χώρου (Εικόνα 2.1). Επίσης, έρευνα κοινού που διεξήχθη στις καφετέριες ακριβώς δίπλα στον χώρο, σε δείγμα που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από προπτυχιακούς φοιτητές της πόλης -ορισμένοι από αυτούς κατάγονταν και διέμεναν μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, ενώ άλλοι προέρχονταν από άλλες περιοχές της Ελλάδας-, έδειξε ότι οι φοιτητές στη μεγάλη τους πλειονότητα δεν είχαν επισκεφτεί ποτέ τον χώρο, ενώ συγχρόνως δεν γνώριζαν ούτε βασικά στοιχεία για την ιστορία και τη σημασία του χώρου.
Τέλος, η εφαρμογή του μοντέλου αυτού στην προστασία και διαχείριση της Ροτόντας / ναού του Αγίου Γεωργίου (ο οποίος περιλαμβάνεται στο ίδιο ανακτορικό συγκρότημα και στη συνέχεια μετατράπηκε σε εκκλησία, με λατρευτική χρήση ανά διαστήματα μέχρι σήμερα) οδήγησε -σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες και αιτίες- σε μια ισχυρή και πολυετή σύγκρουση ανάμεσα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του κράτους και στην τοπική μητρόπολη, και σε διχασμό της τοπικής κοινωνίας (ενδεικτικά: Πετρίδης & Αναστασιάδης, 1997).
Πλεονεκτήματα
Στην εφαρμογή του υλικοκεντρικού μοντέλου οφείλονται σημαντικές επιτυχίες ως προς τη διατήρηση του υλικού των μνημείων -που ήταν και το ζητούμενο στα τέλη του 19ου αιώνα και στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα (κυρίως λόγω των μακρών περιόδων πολιτικής αστάθειας και πολεμικών συρράξεων, καθώς και της ανεξέλεγκτης ανοικοδόμησης και ανάπτυξης που επακολουθούσαν).
Αδυναμίες
Η σημαντικότερη αδυναμία του μοντέλου σχετίζεται με την αποκλειστική εξουσία των ειδικών. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η διαδικασία της διαχείρισης, καθώς και τα αποτελέσματά της, επηρεάζονται ή και καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα συγκεκριμένα άτομα που αποτελούν την ομάδα των ειδικών. Επιπλέον, το μοντέλο πολύ συχνά αποδείχθηκε αναποτελεσματικό ή ανεπαρκές, κυρίως για τον λόγο ότι βασίζεται αποκλειστικά στην κρατική στήριξη (και όχι σε μια ευρύτερη κοινωνική συμμετοχή), η οποία πολλές φορές δεν είναι εφικτή σε βάθος χρόνου.
Επιπροσθέτως, το μοντέλο αυτό δεν λαμβάνει υπόψη του την άυλη (π.χ. πνευματική και θρησκευτική) σύνδεση λαών του μη δυτικού κόσμου με την πολιτισμική τους κληρονομιά, καθώς και τις παραδοσιακές αρχές και πρακτικές διαχείρισης των μη δυτικών κοινωνιών. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του μοντέλου σε περιοχές του μη δυτικού κόσμου οδήγησε συχνά στη διάσπαση της σύνδεσης των λαών αυτών με την πολιτισμική τους κληρονομιά και, μακροπρόθεσμα, στη φθορά και καταστροφή της κληρονομιάς (Langford, 1983· Layton, 1989α, 1989β· Ucko, 1990, σελ. xv-xx, 1994, σελ. xiii-xxiii), ενώ σε θεωρητικό επίπεδο αντιμετωπίστηκε ως προσπάθεια επιβολής αντιλήψεων του δυτικού κόσμου στον μη δυτικό, σε ένα ευρύτερο αποικιοκρατικό πλαίσιο (Byrne, 1991· Gathercole & Lowenthal, 1990· Layton, 1989α).
Συμπέρασμα
Το υλικοκεντρικό μοντέλο θεωρείται σήμερα παρωχημένο. Για τον λόγο αυτό, συχνά αποκαλείται και «συμβατικό μοντέλο» (conventional approach) και το έχουν αποκαλέσει και authoritative heritage discourse (Smith, 2006), ενώ οι ειδικοί διαχείρισης (με αυτόνομη ειδίκευση στον κλάδο, όπως περιγράφηκαν στην προηγούμενη ενότητα), ουσιαστικά, αποφεύγουν να το χρησιμοποιούν. Παραμένει, όμως, και σήμερα κυρίαρχο σε πολλές περιοχές του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Η εφαρμογή του υλικοκεντρικού μοντέλου στην Ελλάδα συνδέεται άρρηκτα με την προσκόλληση στο κλασικό παρελθόν, όπως αυτή αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε μέσα από τις ιστορικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ελληνική επανάσταση και ανεξαρτησία (για σχετική βιβλιογραφία: Πούλιος, 2015).16
2.3.2 «Αξιοκεντρικό» μοντέλο (values-based approach)
Ιστορική εξέλιξη
Το αξιοκεντρικό μοντέλο αναπτύχθηκε στον δυτικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως από τη δεκαετία του '80 και εξής. Την περίοδο αυτή διάφορες ομάδες ανθρώπων (εκτός των αρχαιολόγων) άρχισαν να εγείρουν διεκδικήσεις και να αποκτούν ρόλο στη λειτουργία, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία της πολιτισμικής κληρονομιάς. Το φαινόμενο αυτό συνοδεύτηκε σε θεωρητικό επίπεδο από την ανάπτυξη της θεωρίας της post-processual archaeology, η οποία ώθησε τους αρχαιολόγους να ξεφύγουν από το στενό ακαδημαϊκό και επιστημονικό τους πλαίσιο και να στραφούν προς διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, αναγνωρίζοντας και λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές προσεγγίσεις ερμηνείας και πρακτικής της διαχείρισης (Demas, 2002, σελ. 34-35, 50). Σήμερα το αξιοκεντρικό μοντέλο έχει υιοθετηθεί και προωθείται από σημαίνοντες φορείς προστασίας και διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς σε κρατικό επίπεδο (π.χ. ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και Βρετανία) αλλά και σε διεθνές επίπεδο (π.χ. από το κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco),17 καθώς και από σημαντικά εκπαιδευτικά και ερευνητικά κέντρα (π.χ. το Getty Conservation Institute στο Λος Άντζελες). Το συγκεκριμένο μοντέλο έχει αρχίσει να εφαρμόζεται και σε χώρες του μη δυτικού κόσμου (π.χ. στην Κίνα).
Το αξιοκεντρικό μοντέλο βασίζεται στη Χάρτα της Μπούρα (Burra Charter) (Icomos Australia, 1999), η οποία θεωρείται ίσως το σημαντικότερο κείμενο διεθνώς για τη διαχείριση (των αξιών) των χώρων, ενώ αναπτύχθηκε περαιτέρω και καθιερώθηκε σε διεθνές επίπεδο, κυρίως χάρη στις πρωτοβουλίες του Getty Conservation Institute στο Λος Άντζελες (ενδεικτικά: Avrami, Mason & De la Torre, 2000· De la Torre, 2002· De la Torre, MacLean, Mason & Myers, 2005· Teutonico & Palumbo, 2002).
Περιγραφή/Χαρακτηριστικά
Το αξιοκεντρικό μοντέλο δίνει έμφαση στις αξίες (values) τις οποίες προσδίδουν στην πολιτισμική κληρονομιά διαφορετικές ομάδες ανθρώπων / ομάδες ενδιαφέροντος (stakeholder groups ή interest groups). Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, αξία θεωρείται το έννομο ενδιαφέρον κάποιας ομάδας ενδιαφέροντος για την πολιτισμική κληρονομιά.
Στο πλαίσιο του αξιοκεντρικού μοντέλου, στις ομάδες ενδιαφέροντος δεν περιλαμβάνονται μόνο αυτές που σχετίζονται με την προστασία του υλικού (οι ειδικοί), αλλά και αυτές που σχετίζονται με τη διαφύλαξη των άυλων / μη υλικών στοιχείων της πολιτισμικής κληρονομιάς (παραδείγματα: μοναχοί, ιθαγενείς, τοπική κοινωνία) -ουσιαστικά, ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο. Και οι ομάδες ενδιαφέροντος είναι δυναμικές: οι υπάρχουσες ομάδες εξελίσσονται και μεταβάλλονται στο πέρασμα του χρόνου, ενώ καινούργιες ομάδες προστίθενται συνεχώς. Επίσης, στις αξίες δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο αυτές που συνδέονται με τη διατήρηση του υλικού (π.χ. επιστημονική, ιστορική, αισθητική, σπανιότητα και παλαιότητα), αλλά και αυτές που σχετίζονται με τη διαφύλαξη των άυλων / μη υλικών στοιχείων της πολιτισμικής κληρονομιάς (π.χ. θρησκευτική, πνευματική και χρηστική αξία).
Οι αξίες είναι δυναμικές: οι υπάρχουσες αξίες εξελίσσονται και μεταβάλλονται στο πέρασμα του χρόνου, ενώ καινούργιες αξίες προστίθενται συνεχώς.
Για παράδειγμα, ένα γεωγραφικά απομονωμένο μοναστήρι το χρησιμοποιούσαν αρχικά μόνο οι μοναχοί οι οποίοι έμεναν μόνιμα στον χώρο (οι οποίοι προσέδιδαν θρησκευτική αξία στον χώρο) και οι λιγοστοί κάτοικοι από το γειτονικό χωριό (οι οποίοι προσέδιδαν χρηστική, θρησκευτική και τοπική αξία στον χώρο). Με το πέρασμα όμως του χρόνου, το μοναστήρι έγινε και τουριστικός προορισμός, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί τον χώρο και μια νέα ομάδα ενδιαφέροντος: οι επισκέπτες/τουρίστες (οι οποίοι προσδίδουν χρηστική, αισθητική, καθώς και οικονομική αξία στον χώρο). Συγχρόνως, οι υπάρχουσες ομάδες ενδιαφέροντος, δηλαδή οι μοναχοί και οι κάτοικοι του χωριού, άρχισαν να προσδίδουν -λόγω των οικονομικών ωφελειών από την ανάπτυξη του τουρισμού- και νέα αξία στον χώρο: την οικονομική αξία.
Η «αυθεντικότητα» της πολιτισμικής κληρονομιάς συνδέεται με τις αξίες. Στόχος της διαχείρισης, σύμφωνα με το αξιοκεντρικό μοντέλο, είναι η διαφύλαξη των αξιών του παρελθόντος και του παρόντος για χάρη των μελλοντικών γενεών future generations). Η διαχείριση νοείται ως μια κοινωνική και πολιτική διαδικασία και είναι συνεχής. Η διαχείριση λαμβάνει υπόψη της όλες τις αξίες και όλες τις ομάδες ενδιαφέροντος με τρόπο ισότιμο και, επομένως, θεωρείται μια δημοκρατική διαδικασία. Η διαχείριση βασίζεται στο «σχέδιο διαχείρισης» (management plan), το οποίο καταγράφει το σύνολο των αξιών της πολιτισμικής κληρονομιάς και περιγράφει αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο οι αξίες αυτές λαμβάνονται υπόψη και διαφυλάσσονται μέσα από τη διαδικασία της διαχείρισης (ενδεικτικά για την πρακτική διαδικασία της καταγραφής των αξιών και της κατάρτισης σχεδίου διαχείρισης: Myers, Smith & Shaer, 2010). Η διαχείριση επιτελείται με τη διαρκή και ενεργό συμμετοχή της ευρύτερης κοινωνίας, υπό την επίβλεψη και τον έλεγχο των ειδικών. Επομένως, η ευθύνη -και εξουσία- για τη διαχείριση ανήκει σε όλη την κοινωνία, πάντοτε υπό την επίβλεψη και τον έλεγχο των ειδικών.
Το αξιοκεντρικό μοντέλο «αγκαλιάζει» την καθημερινή χρήση της πολιτισμικής κληρονομιάς και επιχειρεί να επιτύχει την ισορροπία ανάμεσα στη χρήση (από την κοινωνία) και την προστασία (από τους ειδικούς). Αποδεκτές δεν γίνονται μόνο οι σύγχρονες επιστημονικές αρχές και πρακτικές διαχείρισης, αλλά και οι παραδοσιακές αρχές και πρακτικές διαχείρισης των τοπικών κοινωνιών. Προτείνεται μια πιο ανεκτική, ελεύθερη παρέμβαση στο υλικό: πέρα από την αναστήλωση, επιτρέπονται και κάποιες ανακατασκευές, ανάλογα με τη φύση και τις αξίες της πολιτισμικής κληρονομιάς.
Η ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής της πολιτισμικής κληρονομιάς με βάση την κληρονομιά επιδιώκεται με τρόπο που υπηρετεί τα ενδιαφέροντα των ομάδων ενδιαφέροντος, αλλά με έμφαση στα ενδιαφέροντα των ειδικών διαχείρισης και υπό τον έλεγχό τους (Σχήμα 2.2).
Παραδείγματα εφαρμογής
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του αξιοκεντρικού μοντέλου και σύνδεσης με τη βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί ο Χώρος Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς Kakadu στην Αυστραλία. Στο Kakadu οι υπεύθυνοι διαχείρισης του χώρου λαμβάνουν υπόψη τους την κοινότητα των Αβορίγινων, παραδοσιακών κατοίκων και ιδιοκτητών μέρους του χώρου: η κοινότητα των Αβορίγινων συμμετέχει επισήμως στην επιτροπή διαχείρισης του χώρου, η οποία δημιουργήθηκε και λειτουργεί υπό την εποπτεία των υπευθύνων (Flood, 1989, σελ. 87· Press & Lawrence, 1995, σελ.1-8· Wellings, 1995, σελ. 242-244). Οι προτεραιότητες διαχείρισης του χώρου είναι με σειρά σημασίας α) η τουριστική και γενικότερη ανάπτυξη του χώρου και β) η φροντίδα της κοινότητας των Αβορίγινων, με την ενθάρρυνση της ενεργού συμμετοχής τους στην τουριστική βιομηχανία (Australian Department of the Environment and Heritage, 2003· Moffatt, 2000, σελ. 306-311· Morse, King & Bartlett, 2005, σελ. 3-5).18
Στην Ελλάδα το αξιοκεντρικό μοντέλο τείνει να υιοθετηθεί, σε πρακτικό επίπεδο, από το Μη Κυβερνητικό, Μη Κερδοσκοπικό Οργανισμό «Διάζωμα: Κίνημα Πολιτών για την Προστασία των Αρχαίων Θεάτρων» (Μπένος, 2015). Μια σειρά από προγράμματα και δράσεις του «Διαζώματος» κινούνται προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως π.χ. η δημιουργία πολιτιστικών διαδρομών και η υιοθεσία αρχαίων θεάτρων από ιδιώτες και οργανισμούς. Ιδιαίτερη αναφορά μπορεί να γίνει στο πρόγραμμα με τίτλο «Οι Μελλοντικοί Ηγέτες Συναντούν το Διάζωμα στην Ερέτρια. Πρόταση για την Επέκταση του Διαζώματος στη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Μελέτη περίπτωσης: Ερέτρια» (Future Leaders και Διάζωμα, 2013), το οποίο σχεδίασε το «Διάζωμα» από κοινού με την Εταιρεία Future Leaders.19 Σκοπός του προγράμματος ήταν η σύνταξη μελέτης -σε συνεργασία με μέλη του «Διαζώματος» και με φορείς και κατοίκους της περιοχής της Ερέτριας- με στόχο:
1. Την ανάπτυξη στρατηγικής και μεθοδολογίας για την επέκταση της δράσης του «Διαζώματος» προς τη βιώσιμη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών μέσω του πολιτισμού και με πυρήνα τα αρχαία θέατρα. Ο στόχος αυτός επιδιώχθηκε μέσω της αξιολόγησης της δράσης του «Διαζώματος» ως προς τη δομή, τη λειτουργία, τις διαθέσιμες πηγές και την τεχνογνωσία του, καθώς και της κατάθεσης συγκεκριμένων προτάσεων για την ενίσχυση της σύνδεσης του «Διαζώματος» με τις τοπικές κοινωνίες. Ενδεικτικά παραδείγματα προτάσεων: ανάπτυξη βιωματικών πάρκων (με αναπαράσταση ανασκαφής -με φυσικό και ψηφιακό τρόπο- και δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών σ' αυτή, με αναβίωση αθλητικών και μουσικών εκδηλώσεων, με βιωματική καλλιέργεια τοπικών φυτών και συμμετοχική διαδικασία επεξεργασίας και παραγωγής, καθώς και με δημιουργία βιωματικών δραστηριοτήτων για παιδιά), αξιοποίηση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας με σκοπό την ενεργειακή αυτονομία των αρχαιολογικών χώρων και σχεδιασμός στρατηγικών ανάδειξης των τοπικών κοινωνιών (με προβολή των πωλητηρίων των χώρων των θεάτρων στην ιστοσελίδα του «Διαζώματος», με δυνατότητα online αγοράς αναμνηστικών, π.χ. αντιγράφων αρχαίων θεάτρων).
2. Την πιλοτική εφαρμογή της στρατηγικής στην περιοχή της Ερέτριας. Ο στόχος αυτός επιδιώχθηκε με την αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης της περιοχής, τον προσδιορισμό της ταυτότητας, την αναζήτηση οράματος βιώσιμης ανάπτυξης με βάση τον πολιτισμό και την κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων. Ενδεικτικά παραδείγματα δράσεων: α) πολιτισμός: ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της περιοχής, ανάδειξη του κεντρικού άξονα της πόλης με επίκεντρο τον Ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα (από τα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής) και δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου βιωματικής μάθησης, β) περιβάλλον/υποδομές: βελτίωση δυνατοτήτων πρόσβασης, βιώσιμη κινητικότητα, δημιουργία δικτύων και έμφαση στην ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, γ) οικονομία/τουρισμός: ανάδειξη ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τοπικών προϊόντων και τουριστική ανάδειξη του Νησιού των Ονείρων (από τους σημαντικότερους φυσικούς πόρους της περιοχής) και δ) κοινωνία: ενημέρωση και εκπαίδευση σε σχέση με την πολιτισμική κληρονομιά της περιοχής, καθώς και ενεργοποίηση των κατοίκων προς την κατεύθυνση ανάδειξης της περιοχής τους.
Πλεονεκτήματα
Η σημαντικότερη συμβολή του αξιοκεντρικού μοντέλου στην ιστορία της διαχείρισης έγκειται στην ενθάρρυνση της συμμετοχής της κοινωνίας, με σημαντικά οφέλη για την ίδια την κοινωνία (όπως περιγράφηκαν στην προηγούμενη ενότητα). Επίσης, το μοντέλο λαμβάνει υπόψη του την άυλη (π.χ. πνευματική και θρησκευτική) σύνδεση λαών του μη δυτικού κόσμου με την πολιτισμική τους κληρονομιά, καθώς και τις παραδοσιακές αρχές και πρακτικές διαχείρισης των μη δυτικών κοινωνιών.
Αδυναμίες
Το βασικό αξίωμα του αξιοκεντρικού μοντέλου, ότι δηλαδή λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των ομάδων ενδιαφέροντος και των αξιών με τρόπο ισότιμο (η δημοκρατική διάσταση του μοντέλου), είναι αδύναμο και σε θεωρητικό και σε πρακτικό επίπεδο, για τον λόγο ότι οι ομάδες ενδιαφέροντος και οι αντίστοιχες αξίες είναι πολύ συχνά εκ των πραγμάτων διαφορετικές ή και σε σύγκρουση μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να πρέπει να τεθούν προτεραιότητες για το ποιες ομάδες / αξίες και σε ποιο βαθμό να ληφθούν υπόψη. Στις (μάλλον αναπόφευκτες) αυτές περιπτώσεις σύγκρουσης, το αξιοκεντρικό μοντέλο δεν παρέχει κριτήρια επιλογής, με αποτέλεσμα η τελική απόφαση να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους ειδικούς διαχείρισης.
Επομένως, η σημαντικότερη αδυναμία του μοντέλου έγκειται στον ρόλο των ειδικών. Οι ειδικοί δεν έχουν τον αποκλειστικό ρόλο στη διαχείριση (όπως στο υλικοκεντρικό μοντέλο), διατηρούν όμως έναν ιδιαίτερα αυξημένο ρόλο, καθώς έχουν την επίβλεψη και τον έλεγχο της συνολικής διαδικασίας της διαχείρισης και της συμμετοχής της κοινωνίας. Οι ειδικοί είναι αυτοί που έχουν τον πρώτο λόγο στην καταγραφή και αξιολόγηση των αξιών (και των ομάδων ενδιαφέροντος) στη διαδικασία της διαχείρισης, καθώς και στη διάκριση και επιλογή μεταξύ των διαφορετικών αξιών στις περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ τους (βλ. παραπάνω). Οι ειδικοί εξακολουθούν να πρεσβεύουν τη διατήρηση του υλικού, με αποτέλεσμα σε πρακτικό επίπεδο ορισμένες φορές η διαχείριση να εξακολουθεί να επικεντρώνεται στις αξίες (και στις ομάδες ενδιαφέροντος) που συνδέονται με το υλικό και να εκφράζει δυτικές αντιλήψεις - με τον τρόπο αυτό υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το αξιοκεντρικό μοντέλο παρουσιάζει στην εφαρμογή του ομοιότητες με το υλικοκεντρικό μοντέλο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς το σημείο αυτό αποτελεί ο Χώρος Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς Chaco Culture National Historical Park στην Πολιτεία του Νέου Μεξικού στις ΗΠΑ (De la Torre κ.ά., 2005). Η ιστορία του χώρου συνδέεται άμεσα με την παρουσία της κοινότητας των ιθαγενών Navajo, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή στα τέλη του 16ου - αρχές του 17ου αιώνα και ανέπτυξαν ισχυρούς οικογενειακούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με τον χώρο. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι υπεύθυνοι διαχείρισης του χώρου (ακολουθώντας το υλικοκεντρικό μοντέλο) διακήρυξαν τον χώρο Εθνικό Μνημείο και Εθνικό Ιστορικό Πάρκο και εστίασαν στην προστασία της αισθητικής και της ιστορικής αξίας των αρχαιολογικών καταλοίπων, με αποτέλεσμα να απομακρύνουν την κοινότητα των Navajo από τον χώρο του Πάρκου. Στις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, οι υπεύθυνοι διαχείρισης (ακολουθώντας το αξιοκεντρικό μοντέλο) έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη συμμετοχή εκπροσώπων της κοινότητας των Navajo στην ομάδα διαχείρισης του χώρου, υπό τους δικούς τους κανόνες και τη δική τους εποπτεία.
Τη δεκαετία του '80 συνέβη το εξής περιστατικό: ομάδες Νεοεποχιτών (New Age groups) απαίτησαν να χρησιμοποιήσουν τον χώρο για την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών. Η κοινότητα των Navajo αντέδρασε έντονα, γιατί θεώρησε ότι η απαίτηση αυτή ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με τις δικές της θρησκευτικές πεποιθήσεις και τελετουργίες. Οι υπεύθυνοι διαχείρισης, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν αυτήν τη σύγκρουση, είχαν μόνο δύο επιλογές: ή να επιτρέψουν και στις δύο ομάδες τη θρησκευτική χρήση του χώρου (το οποίο ήταν πρακτικά αδύνατο) ή να την απαγορεύσουν και στις δύο ομάδες. Ο λόγος είναι ότι η ικανοποίηση του αιτήματος της μίας από τις δύο ομάδες απαγορεύεται από το Αμερικανικό Σύνταγμα ως διάκριση επί θρησκευτικών θεμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπεύθυνοι διαχείρισης αποφάσισαν να απαγορεύσουν και στις δύο ομάδες τη θρησκευτική χρήση του χώρου -και αντί αυτής αποφάσισαν την περαιτέρω προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων, καθώς και την περαιτέρω τουριστική ανάπτυξη του χώρου. Το συμπέρασμα από το περιστατικό αυτό ήταν ότι παρά τις επίμονες προσπάθειες των υπεύθυνων διαχείρισης του χώρου τις τελευταίες δεκαετίες (στο πλαίσιο του αξιοκεντρικού μοντέλου), πρωταρχικός στόχος της διαχείρισης παρέμεινε η προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων (στο πλαίσιο του υλικοκεντρικού μοντέλου).
Χαρακτηριστικό, ως προς το σημείο αυτό, παράδειγμα από την Ελλάδα αποτελεί ο χώρος του Μυστρά. Ο Μυστράς ήταν μια από τις σημαντικότερες βυζαντινές καστροπολιτείες. Το 19ο αιώνα, η ίδρυση της σημερινής πόλης της Σπάρτης και η μετεγκατάσταση των αρχών και του μεγαλύτερου μέρους των κατοίκων του Μυστρά στη νέα πόλη επέφεραν τη μετατροπή του σε μικρό χωριό. Το 1921 η «νεκρόπολη» κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος, το 1957 οριοθετήθηκε και το 1989 εγγράφηκε στη Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Ο Μυστράς είναι σήμερα ερειπωμένος και λειτουργεί ως επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος υπό την ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους, υπό την ευθύνη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Εντός της «νεκρόπολης» λειτουργεί εδώ και αιώνες η Μονή Παντάνασσας, με εξαιρετικές σχέσεις με την τοπική κοινωνία και τους τοπικούς αρχαιολόγους και φύλακες. Η μοναστική κοινότητα υφίσταται ισχυρούς περιορισμούς (όπως τους θέτει η Αρχαιολογική Υπηρεσία): όχι νομικά κατοχυρωμένη ιδιοκτησία, απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής επέκτασης του υπάρχοντος χώρου, αυστηρούς περιορισμούς μεταβολής αλλά και χρήσης του υπάρχοντος χώρου και προσαρμογή στο ωράριο επίσκεψης του αρχαιολογικού χώρου (Πούλιος, 2010α).
Συμπέρασμα
Το αξιοκεντρικό μοντέλο είναι σήμερα το πιο διαδεδομένο μοντέλο στους ειδικούς διαχείρισης με αυτόνομη ειδίκευση στον κλάδο (όπως περιγράφηκαν στην προηγούμενη ενότητα) στον δυτικό κόσμο και ολοένα περισσότερο και στον μη δυτικό κόσμο.
Ωστόσο, η ισότιμη αντιμετώπιση όλων των ομάδων ενδιαφερόντων και των αξιών, με την αδυναμία θέσης κριτηρίων επιλογής σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ τους, με αποτέλεσμα ορισμένες φορές το μοντέλο αυτό να μην μπορεί να διαφοροποιηθεί ριζικά από το υλικοκεντρικό, έχει οδηγήσει στον σχεδιασμό εναλλακτικών μοντέλων.
Σχήμα 2.2 Αξιοκεντρικό μοντέλο διαχείρισης (σχηματική αναπαράσταση): Ειδικοί, ομάδες ενδιαφέροντος και πολιτισμική κληρονομιά. Οι ομάδες ενδιαφέροντος συμμετέχουν ισότιμα στη διαδικασία της διαχείρισης, υπό την εποπτεία των ειδικών. Η τοπική κοινωνία θεωρείται μια από τις ομάδες ενδιαφέροντος (Πηγή: Πούλιος, 2010β).
2.3.3 Μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» (living heritage approach)
Ιστορική εξέλιξη
Το μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» αναπτύσσεται κυρίως στον μη δυτικό κόσμο. Σε διεθνές επίπεδο καθιερώθηκε τη δεκαετία 1990-2000, κυρίως χάρη στις πρωτοβουλίες του πολιτιστικού οργανισμού International Centre for the Study of the Preservation and Restoration of Cultural Property (ICCROM).
Περιγραφή/Χαρακτηριστικά
Σε αντιδιαστολή με τα δύο προηγούμενα μοντέλα, το μοντέλο αυτό δεν έχει καθολική εφαρμογή, αλλά απευθύνεται κυρίως στις περιπτώσεις «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» (Poulios, 2010, 2011, 2014α, 2014β· Wijesuriya, 2005).(20)
«Ζώσα πολιτισμική κληρονομιά» θεωρείται η πολιτισμική κληρονομιά που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να δημιουργείται και να εξελίσσεται περαιτέρω στη βάση της συνέχειας της αρχικής σύνδεσης της κοινωνίας με την κληρονομιά (continuity).
Η συνέχεια της αρχικής σύνδεσης της κοινωνίας με την πολιτισμική κληρονομιά (continuity) εκφράζεται μέσα από υλικά και άυλα / μη υλικά στοιχεία, τα οποία νοούνται και προσεγγίζονται ως ενιαίο σύνολο. Η συνέχεια της αρχικής αυτής σύνδεσης της κοινωνίας με την κληρονομιά μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τα εξής κριτήρια: α) συνέχεια της αρχικής λειτουργίας της κληρονομιάς, β) συνέχεια της διαμόρφωσης των υλικών και άυλων στοιχείων της κληρονομιάς, σύμφωνα πάντοτε με την αρχική λειτουργία της κληρονομιάς, γ) συνέχεια των (παραδοσιακών) αρχών και πρακτικών διαχείρισης / φροντίδας της κληρονομιάς από την κοινωνία και δ) συνέχεια της φυσικής παρουσίας της κοινωνίας εντός ή εγγύς της κληρονομιάς. Το συγκεκριμένο μοντέλο «αγκαλιάζει» και την αλλαγή/εξέλιξη της κληρονομιάς στο πέρασμα του χρόνου στο πλαίσιο της αρχικής σύνδεσης της κοινωνίας με την κληρονομιά. Παραδείγματα «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» προέρχονται κυρίως από τις ιστορικές πόλεις, τους παραδοσιακούς οικισμούς, τους θρησκευτικούς χώρους και τα πολιτιστικά τοπία. Η «αυθεντικότητα» συνδέεται με τη συνέχεια της αρχικής σύνδεσης της κοινωνίας με την κληρονομιά στο πέρασμα του χρόνου.
Η κοινότητα που διατηρεί την αρχική της σύνδεση με την πολιτισμική κληρονομιά και εξακολουθεί να δημιουργεί και να εξελίσσει την κληρονομιά στη βάση της αρχικής αυτής σύνδεσης νοείται και αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστο μέρος της κληρονομιάς. Η κοινότητα αυτή αποτελεί την «κεντρική κοινότητα» της κληρονομιάς (core community) και διαφοροποιείται σαφώς από τις υπόλοιπες κοινότητες και τους ειδικούς διαχείρισης που αποτελούν την «ευρύτερη κοινωνία» (broader community). Με τον τρόπο αυτόν, το μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» είναι ένα ιεραρχικό (και όχι δημοκρατικό) μοντέλο: ιεραρχεί διαφορετικά τις ομάδες που συμμετέχουν στη λειτουργία της πολιτισμικής κληρονομιάς στη βάση της διαφορετικής σύνδεσής τους με την κληρονομιά.
Στόχος της διαχείρισης, σύμφωνα με το συγκεκριμένο μοντέλο, είναι η διαφύλαξη της συνέχειας της αρχικής σύνδεσης της κοινωνίας με την πολιτισμική κληρονομιά (continuity). Η διατήρηση του υλικού της κληρονομιάς επιτυγχάνεται μακροπρόθεσμα μέσω της διαφύλαξης της σύνδεσης της κοινωνίας με την κληρονομιά.
Η ευθύνη -και εξουσία- για τη διαχείριση ανήκει πρωτίστως στην «κεντρική κοινότητα». Οι ειδικοί διαχείρισης και η ευρύτερη κοινωνία καλούνται να παίξουν έναν συμπληρωματικό και βοηθητικό ρόλο στη διαχείριση, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να καταργείται η σημασία τους.
Το μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» δίνει έμφαση στην καθημερινή χρήση της πολιτισμικής κληρονομιάς (από την κοινωνία), σύμφωνα με την αρχική λειτουργία της κληρονομιάς, και εντάσσει την προστασία της κληρονομιάς (από τους ειδικούς) στη χρήση. Προτεραιότητα δίνεται στις παραδοσιακές αρχές και πρακτικές διαχείρισης των (τοπικών) κοινωνιών, ενώ οι σύγχρονες επιστημονικές αρχές και πρακτικές διαχείρισης παίζουν έναν συμπληρωματικό ρόλο. Προτείνεται μια ακόμα πιο ανεκτική, ελεύθερη παρέμβαση στο υλικό: πέρα από την αναστήλωση, επιτρέπονται και μεγαλύτερες ανακατασκευές, σύμφωνα με την αρχική λειτουργία της πολιτισμικής κληρονομιάς.
Η «κεντρική κοινότητα» αναζητεί αναπτυξιακές προοπτικές με βάση τη σύνδεσή της με την κληρονομιά και σύμφωνα με τα ενδιαφέροντά της, με την υποστήριξη των ειδικών διαχείρισης και της ευρύτερης κοινωνίας (Σχήμα 2.3).
Παραδείγματα εφαρμογής
Χαρακτηριστικά παραδείγματα εφαρμογής του μοντέλου «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» αποτελούν, από τη διεθνή πραγματικότητα, ο Χώρος Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς The Temple of the Tooth Relic στην ιστορική πόλη Kandy στη Σρι Λάνκα (Wijesuriya, 2000), ο χώρος Phrae στην Ταϋλάνδη και οι χώροι της κοινότητας των Maori στη Νέα Ζηλανδία (Icomos New Zealand, 2010), και από την Ελλάδα, σε ερευνητικό επίπεδο, τα Μετέωρα.
Από τα παραδείγματα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από πλευράς βιώσιμης ανάπτυξης, έχει ο χώρος Phrae στην Ταϋλάνδη (Poulios, 2014β). Εκεί η τοπική κοινωνία δημιούργησε τη δική της (τοπική) ομάδα διαχείρισης, με τίτλο «Τα παιδιά και τα εγγόνια της Phrae».
Στόχοι της διαχείρισης του χώρου ήταν οι εξής: α) Να αναβιώσουν τα μέλη της κοινωνίας τη σοφία και την υπερηφάνεια στην τοπική πολιτισμική κληρονομιά μέσα από δράσεις γνωριμίας με την κληρονομιά. Παραδείγματα: συνεντεύξεις με τους ντόπιους ιδιοκτήτες των σπιτιών για την έννοια και τη σημασία των σπιτιών, καθώς και επικοινωνία των μεγαλύτερων/γεροντότερων κατοίκων με τα παιδιά για τη μεταφορά της σοφίας και της υπερηφάνειας στην τοπική πολιτισμική κληρονομιά. β) Να διοργανώσουν σειρά από δράσεις για την προστασία και τη διαχείριση της τοπικής πολιτισμικής κληρονομιάς, οι οποίες να βασίζονται σε παραδοσιακή γνώση, συστήματα διαχείρισης και πρακτικές συντήρησης. Παραδείγματα: υλοποίηση προγράμματος βράβευσης των ντόπιων ιδιοκτητών που φρόντιζαν τα σπίτια τους (τους απονεμόταν πιστοποιητικό και σημαία βράβευσης για να τα αναρτήσουν μπροστά στα σπίτια τους), δημιουργία τοπικού μουσείου και τοπικής βιβλιοθήκης, και συντήρηση των τειχών της πόλης. γ) Να υλοποιήσουν δράσεις βιώσιμης ανάπτυξης της περιοχής. Παραδείγματα: προετοιμασία τοπικών φαγητών, καλλιέργεια και πώληση τοπικών φυτών, δημιουργία και πώληση τοπικών βάζων και κούκλων. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, η τοπική ομάδα διαχείρισης ανέπτυξε συνεργασίες με το Περιφερειακό Κέντρο Αρχαιολογίας και Καλών Τεχνών της Ταϋλάνδης (SEAMEO-SPAFA Regional Centre for Archaeology and Fine Arts in Thailand), με το Υπουργείο Καλών Τεχνών της Ταϋλάνδης (Thai Fine Arts Department) και με τον παγκόσμιο πολιτιστικό οργανισμό ICCROM (βλ. παραπάνω). Η τοπική επιτροπή διαχείρισης αναγνωρίζεται σήμερα ως σημαντικός μηχανισμός για την κινητοποίηση και τον συντονισμό ανθρώπων και δράσεων και για τη δικτύωση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Στο παράδειγμα των Μετεώρων (Poulios, 2014β), η υιοθέτηση του μοντέλου «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» προτείνει στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης: α) την ενίσχυση και περαιτέρω εξέλιξη της μοναστικής χρήσης του χώρου, με απομάκρυνση από τάσεις «εμπορευματοποίησης» και με έμφαση στις αρχές της λατρευτικής Παράδοσης της Εκκλησίας, καθώς και β) την ενσωμάτωση της αρχαιολογικής προστασίας και της τουριστικής ανάπτυξης του χώρου στη μοναστική χρήση. Στο πλαίσιο αυτό, οι μοναστικές κοινότητες θα έχουν τον κύριο λόγο στη διαχείριση και προστασία του χώρου, υπό τη διαρκή καθοδήγηση των υπευθύνων διαχείρισης (υπεύθυνων Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού) και με την ενεργό συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και των άλλων ομάδων.
Πλεονεκτήματα
Με το μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» για πρώτη φορά στην ιστορία της διαχείρισης:
1. Η ευθύνη της διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς περνάει από τα χέρια των ειδικών στα χέρια των τοπικών «κεντρικών κοινοτήτων», στις οποίες πολύ συχνά αναγνωρίζονται και συγκεκριμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας της κληρονομιάς. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι αυτό προϋποθέτει ισχυρή σύνδεση (όπως αυτή περιγράφεται στην ενότητα αυτή) και όχι μια οποιαδήποτε σχέση τοπικής κοινωνίας και πολιτισμικής κληρονομιάς (Poulios, 2011).
2. Προτεραιότητα δίνεται στη διαφύλαξη της σχέσης των κοινωνιών με την πολιτισμική κληρονομιά και όχι στη διατήρηση του υλικού.
3. Η πολιτισμική κληρονομιά δεν αντιμετωπίζεται ως ένα μνημείο του παρελθόντος το οποίο πρέπει να διατηρηθεί από την εκάστοτε γενιά στο όνομα των μελλοντικών γενεών. Η πολιτισμική κληρονομιά αντιμετωπίζεται ως ένα αδιάσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ζωής της παρούσας κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτόν, δεν επιβάλλεται κάποιος διαχωρισμός ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν-μέλλον (ασυνέχεια/discontinuity), αλλά το παρελθόν και το παρόν-μέλλον ενοποιούνται σε ένα συνεχές παρόν/continuum (συνέχεια/continuity).
Επομένως, το μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς» σηματοδοτεί μια μετάβαση από τα μνημεία στις κοινωνίες, από το υλικό στις άυλες συνδέσεις των κοινωνιών με την πολιτισμική κληρονομιά και από την έννοια της ασυνέχειας σ' αυτήν της συνέχειας.
Αδυναμίες και Συμπέρασμα
Χρειάζεται πιθανότατα περισσότερος χρόνος και περισσότερα παραδείγματα εφαρμογής του μοντέλου προκειμένου α) να αναλυθεί πώς μπορούν να συνδυαστούν η συνέχεια και η αλλαγή/εξέλιξη εντός του ίδιου μοντέλου, β) να αναλυθούν -και να επεκταθούν και να συμπληρωθούν- τα κριτήρια χάρη στα οποία η «κεντρική κοινότητα» διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες ομάδες, γ) να εξακριβωθεί πώς μπορεί να διαφοροποιείται η «κεντρική κοινότητα» και την ίδια στιγμή να ενσωματώνονται ενεργά οι υπόλοιπες ομάδες και δ) να εξακριβωθεί κατά πόσο θα μπορέσουν οι «κεντρικές κοινότητες» αλλά και οι ειδικοί της διαχείρισης να αντεπεξέλθουν στους νέους τους ρόλους (πρωτεύων ο ρόλος για τις «κεντρικές κοινότητες», συμπληρωματικός για τους ειδικούς διαχείρισης), καθώς και πώς θα εξελιχθεί η μεταξύ τους συνεργασία (Poulios, 2015).
2.4 Επίλογος
Η εγγενής δυσκολία ως προς την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης στον κλάδο της διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς συνδέεται, σε διεθνές επίπεδο, με τη γένεση και ανάπτυξη του κλάδου σε ένα δυτικοευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο εστίαζε στη διατήρηση του υλικού της κληρονομιάς και την αποσυνέδεε από την παρουσία, τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, όπως αυτό (το πλαίσιο) εκφράζεται μέσω του υλικοκεντρικού μοντέλου. Η εξέλιξη του κλάδου, όπως εκφράζεται μέσω του αξιοκεντρικού μοντέλου και του μοντέλου «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς», επιδιώκει να ξεφύγει απ' αυτό το πλαίσιο, δίνοντας έμφαση στη σύνδεση της κληρονομιάς με τις τοπικές κοινωνίες.21
Στην Ελλάδα, για να επιτύχουμε τη βιώσιμη ανάπτυξη, είναι ανάγκη να μεταβούμε -ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε χώρου- από το υλικοκεντρικό μοντέλο στο αξιοκεντρικό μοντέλο και στο «μοντέλο ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
10 Η φυσική και η πολιτισμική κληρονομιά νοούνται και προστατεύονται ως ενιαίο σύνολο, για πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο με τη σύμβαση της Παγκόσμιας (Φυσικής και Πολιτιστικής) Κληρονομιάς της Unesco (Unesco, 1972).
11 Τα άυλα / μη υλικά στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο αυτό αποτελούν μέρος της υλικής πολιτισμικής κληρονομιάς
-και όχι ξεχωριστές μορφές (άυλης / μη υλικής) πολιτισμικής κληρονομιάς: βλ. παρακάτω ξεχωριστό κεφάλαιο για διαχείριση άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς.
12 Να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον κάποιας ομάδας για την ακούσια ή εκούσια καταστροφή της πολιτισμικής κληρονομιάς δεν αποτελεί αξία: βλ. παρακάτω.
13 Για παράδειγμα: το γεγονός ότι σε κάποιους αρέσουν η ιστορία και τα ταξίδια (προσωπικό χαρακτηριστικό) δεν τους καθιστά ομάδα ενδιαφέροντος για την πολιτισμική κληρονομιά, ενώ το γεγονός ότι στα ταξίδια τους επισκέπτονται
αρχαιολογικούς χώρους τους καθιστά ομάδα ενδιαφέροντος (επισκέπτες) για τους συγκεκριμένους χώρους.
14 Να σημειωθεί ότι σε πολλές χώρες του μη δυτικού κόσμου η έννοια της αυθεντικότητας είναι ανύπαρκτη ή μπορεί να έχει ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο (Jokilehto, 1995, σελ. 18-29· Lowenthal, 1995, σελ. 125-127).
15 Για τη διεθνή πραγματικότητα βλ. Jokilehto, 1986· Stanley-Price κ.ά., 1996 και για την ελληνική πραγματικότητα βλ. Μαλλούχου-Tufano, 1998).
16 Πρέπει να καταστεί σαφές στο σημείο αυτό ότι η υιοθέτηση του υλικοκεντρικού μοντέλου αποτελεί την επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους, όπως αυτή εκφράζεται μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού και των (συν)αρμόδιων Υπηρεσιών του. Αναπτύσσονται και πρωτοβουλίες στην Ελλάδα οι οποίες ξεφεύγουν από το υλικοκεντρικό μοντέλο (βλ. «Διάζωμα» παρακάτω). Οι πρωτοβουλίες, όμως, αυτές είναι λιγοστές και αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα.
17 Το Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco αρχικά ακολούθησε το υλικοκεντρικό μοντέλο, στη συνέχεια όμως υιοθέτησε το αξιοκεντρικό. Πιο συγκεκριμένα, η σύμβαση για την Παγκόσμια Κληρονομιά της Unesco υπογράφηκε το 1972 (Unesra, 1972) στο πνεύμα του υλικοκεντρικού μοντέλου. Οι Επιχειρησιακές Οδηγίες για την εφαρμογή της Σύμβασης (Operational Guidelines), οι οποίες αναθεωρούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ανάλογα με τις ευρύτερες εξελίξεις και ανάγκες στον κλάδο της διαχείρισης (με πιο πρόσφατη αναθεώρηση αυτή του 2015: Unesco, 2015), ακολουθούν κυρίως τις αρχές του αξιοκεντρικού μοντέλου.
18 Η διαφορά στις προτεραιότητες στη διαχείριση του χώρου εκφράστηκε, για παράδειγμα, στην απόφαση της κυβέρνησης της Αυστραλίας στα τέλη της δεκαετίας του '90 να επεκτείνει τη λειτουργία του ορυχείου ουρανίου της περιοχής σε βάρος ορισμένων ιερών για τους Αβορίγινες χώρων (Cleere, 2006, σελ. 72· Ryan, 2001, σελ. 126-128).
19 Η Future Leaders είναι Μη Κερδοκοπική Εταιρεία (αρχικά αποτέλεσε δράση της συμβουλευτικής εταιρείας Hay Group Hellas) με σκοπό την ανάπτυξη μελλοντικών επιχειρηματικών ηγετών με ευαισθησία σε θέματα πολιτισμού και φυσικού περιβάλλοντος. Τα προγράμματά της απευθύνονται σε μεταπτυχιακούς φοιτητές διαφορετικών ειδικοτήτων, οι οποίοι, με τη στήριξη συμβούλων από επιχειρήσεις στο πλαίσιο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και σε συνεργασία με Μη Κυβερνητικούς Οργανισμούς, ετοιμάζουν μελέτες για την ανάπτυξη του έργου των οργανισμών αυτών.
20 Συγκεκριμένα, επιμέρους στοιχεία του μοντέλου μπορούν να εφαρμοστούν και σε περιπτώσεις αρχαιολογικών χώρων που δεν εμπίπτουν στην έννοια της «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς». Το μοντέλο, όμως, ως ολοκληρωμένο σύστημα θεωρητικής και πρακτικής προσέγγισης της διαχείρισης (βλ. παραπάνω) έχει εφαρμογή κυρίως σε περιπτώσεις της «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς».
21 Μια συνοπτική παρουσίαση των διαφορών μεταξύ των τριών μοντέλων διαχείρισης είναι διαθέσιμη στην αγγλική γλώσσα στην ηλεκτρονική έκδοση του Poulios, 2014β (http://dx.doi.org/10.5334/bak), σελ. 140-141.
Ασκήσεις / Ερωτήσεις Κατανόησης
Από τον Κατάλογο Μνημείων/Χώρων της Ελλάδας και της Κύπρου που έχουν εγγραφεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco, επιλέξτε έναν ενεργό/«ζωντανό» βυζαντινό πολιτιστικό χώρο (ενδεικτικά παραδείγματα: Μετέωρα, Άγιο Όρος, Όσιος Λουκάς, εκκλησίες στο όρος Τρόοδος) ή μια ιστορική πόλη (ενδεικτικά παραδείγματα: Κέρκυρα, χώρα της Πάτμου) και εφαρμόστε:
α) το «υλικοκεντρικό» μοντέλο
β) το «αξιοκεντρικό» μοντέλο και
γ) το μοντέλο «ζώσας πολιτισμικής κληρονομιάς».
Ενδεικτικές πηγές υλικού: ιστοσελίδα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco, ιστοσελίδες Υπουργείων Πολιτισμού Ελλάδας και Κύπρου.
Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
De la Torre, M., MacLean, M., Mason, M. & Myers, D. (Επιμ.). (2005). Heritage Values in Site Management: Four Case Studies. Los Angeles: The Getty Conservation Institute. Ανακτήθηκε 20 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://www.getty.edu/conservation/publications resources/books/heritage values site mgmnt.html; http://www.getty.edu/conservation/publications_resources/pdf_publications/pdf/chaco.pdf (Chaco Culture National Historical Park); http://www.getty.edu/conservation/publications resources/pdf publications/pdf/grosse ile.pdf (Grosse Ile and the Irish Memorial National Historic Site); http://www.getty.edu/conservation/publications resources/pdf publications/pdf/port arthur.pdf (Port Arthur Historic Site); http://www.getty.edu/conservation/publications resources/pdf publications/pdf/hadrians wall.pdf (Hadrian's Wall)
Poulios, I. (2014α). Discussing strategy in heritage conservation: a living heritage approach as an example of strategic innovation. Journal of Cultural Heritage Management and Sustainable Development, Vol 4, Issue 1, 16-34. Ανακτήθηκε 22 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://www.emeraldinsight.com/page/samples/jchmsd και http://www.emeraldinsight.com/doi/full/10.1108/JCHMSD-10-2012-0048.
Poulios, I. (2014β). The Past in the Present: A Living Heritage Approach - Meteora, Greece. London: Ubiquity Press. Ανακτήθηκε 22 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://dx.doi.org/10.5334/bak.
Poulios, I. (2015). Gazing at the 'Blue Ocean', and tapping into the mental models of conservation: Reflections on the Nara+20 Document. Heritage and Society, Vol 8 (2).
Ucko, P. J. (2000). Enlivening a 'dead' past. Conservation and Management of Archaeological Sites, 4, 67-92.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Australian Department of the Environment and Heritage. (2003). Minister Rejects False Statements on Kakadu. Δελτίο Τύπου, 17 Ιουλίου, 2003. Ανακτήθηκε 18 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://www.environment.gov.au/minister/archive/env/2003/mr17jul203.html
Avrami, E., Mason, R. & De la Torre, M. (Επιμ.). (2000). Values and Heritage Conservation: Research Report. Los Angeles: The Getty Conservation Institute.
Byrne, D. (1991). Western hegemony in archaeological heritage management. History and Anthropology, Vol 5, 269-276.
Cleere, H. (2006). The World Heritage Convention: Management by and for whom? Στο R. Layton, S. Shennan & P. Stone (Επιμ.), A Future for Archaeology: the Past in the Present (σελ. 65-75). London: UCL Press.
De la Torre, M. (Επιμ.). (2002). Assessing the Values of Cultural Heritage: Research Report. Los Angeles: The Getty Conservation Institute.
De la Torre, M., MacLean, M., Mason, M. & Myers, D. (Επιμ.). (2005). Heritage Values in Site Management: Four Case Studies. Los Angeles: The Getty Conservation Institute.
Demas, M. (2002). Planning for conservation and management of archaeological sites. Στο J. M. Teutonico & G. Palumbo (Επιμ.), Management Planning for Archaeological Sites: An International Workshop Organized by the Getty Conservation Institute and Loyola Marymount University, May 2000 (σελ. 27¬54). Los Angeles: The Getty Conservation Institute.
Flood, J. (1989). Tread softly for you tread on my bones: the development of cultural resource management in Australia. Στο H. F. Cleere (Επιμ.), Archaeological Heritage Management in the Modern World (σελ. 79-101). London-New York: Routledge.
Future Leaders & Διάζωμα. (2013). Οι «Μελλοντικοί Ηγέτες» Συναντούν το «Διάζωμα» στην Ερέτρια. Πρόταση για την επέκταση του Διαζώματος στη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Μελέτη περίπτωσης: Ερέτρια». Ανακτήθηκε 20 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://www.diazoma.gr/200-Stuff-04-Press 2014/DTM 1000 Article.pdf.
Gathercole, P. & Lowenthal, D. (Επιμ.). (1990). The Politics of the Past. London: Unwin Hyman.
Icomos. (1964). International Charter for the Conservation and Restoration of Monuments and Sites (The Venice Charter 1964). IInd International Congress of Architects and Technicians of Historic Monuments, Venice, 1964. Ανακτήθηκε 10 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://www.icomos.org/charters/venice e.pdf.
Icomos Australia. (1999). The Burra Charter (fourth version): The Australia Icomos Charter for the Conservation of Places of Cultural Significance. Ανακτήθηκε 10 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://australia.icomos.org/wp-content/uploads/BURRA CHARTER.pdf.
Icomos Japan. (2014). Nara+20: on Heritage Practices, Cultural Values, and the Concept of Authenticity. Proceedings of the Meeting on the 20th Anniversary of the Nara Document on Authenticity, 22-24 October. Nara: Icomos Japan.
Icomos New Zealand. (2010). Icomos New Zealand Charter for the Conservation of Places of Cultural Heritage Value (αναθεωρημένη έκδοση 2010). Ανακτήθηκε 8 Ιανουαρίου, 2012, από http://www.icomos.org.nz/docs/NZ Charter.pdf.
Jokilehto, J. (1986). A History of Architectural Conservation: The Contribution of English, French, German and Italian Thought towards an International Approach to the Conservation of Cultural Property (Διδακτορική Διατριβή). Institute of Advanced Architectural Studies, University of York, England. Ανακτήθηκε 22 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://mestrado-reabilitacao.fa.utl.pt/disciplinas/jaguiar/jukkajokilehto1986historyofconservation.pdf
Jokilehto, J. (1995). Authenticity: a general framework for the concept. Στο K. E. Larsen (Επιμ.), Nara Conference on Authenticity in Relation to the World Heritage Convention, 1-6 November 1994 (σελ. 17-34). Trondheim: Tapir Publishers.
Jokilehto, J., & King, J. (2000). Authenticity and conservation: reflecting on the current state of understanding. Στο G. Saouma-Forero (Επιμ.), Authenticity and Integrity in an African context: Expert meeting, Great Zimbabwe National Monument, 26-29 May 2000 (σελ. 33-39). Paris: Unesco.
Jones, S. (2006). They made it a living thing didn't they...: The growth of things and the fossilization of heritage. Στο R. Layton, S. Shennan & P. Stone (Επιμ.), A Future for Archaeology: the Past in the Present (σελ.
107-126). London: UCL Press.
Λαμπρινουδάκης, Β. Κ. (2008). Δέκατο μάθημα: η διαχείριση της Υλικής Πολιτισμικής κληρονομιάς: Μνημεία και κοινωνία. Αξίες, Ολοκληρωμένη Προστασία, Ένταξη των Μνημείων στη σύγχρονη Ζωή. Στο Β. Κ. Λαμπρινουδάκης, Δέκα μαθήματα αρχαιολογίας: Οδοιπορικό από την Αρχαία Ελληνική Τέχνη στη Σύγχρονη Ζωή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη.
Langford, R. F. (1983). Our heritage - Your playground. Australian Archaeology, 16, 1-6.
Layton, R. (1989α). Introduction: conflict in the archaeology of living traditions. Στο R. Layton (Επιμ.), Conflict in the Archaeology of Living Traditions (σελ. 1-21). London: Unwin Hyman.
Layton, R. (1989β). Introduction: Who needs the Past? Στο R. Layton (Επιμ.), Who Needs the Past: Indigenous Values and Archaeology (σελ. 1-18). London: Unwin Hyman.
Lowenthal, D. (1992). Authenticity? The dogma of self-delusion. Στο M. Jones (Επιμ.), Why Fakes Matter: Essays in Problems of Authenticity (σελ. 184-192). London: BM Press.
Lowenthal, D. (1995). Changing criteria for authenticity. Στο K. E. Larsen (Επιμ.), Nara Conference on Authenticity in Relation to the World Heritage Convention, Nara, Japan, 1-6 November 1994 (σελ. 121-136). Paris: Unesco World Heritage Centre.
MacCannell, D. (1999). The Tourist, a New Theory of the Leisure Class. Berkeley CA: University of California Press.
Μαλλούχου-Tufano, Φ., (1998). Η Αναστήλωση των Αρχαίων Μνημείων στη Νεώτερη Ελλάδα 1834-1939. Αθήνα: Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Mason, R. (2002). Assessing values in conservation planning: Methodological issues and choices. Στο M. De la Torre (Επιμ.), Assessing the Values of Cultural Heritage: Research Report (σελ. 5-30). Los Angeles: The Getty Conservation Institute.
Mason, R., & Avrami, E. (2002). Heritage values and challenges of conservation planning. Στο J. M. Teutonico & G. Palumbo, (Επιμ.), Management Planning for Archaeological Sites: An International Workshop Organized by the Getty Conservation Institute and Loyola Marymount University, May 2000 (σελ. 13¬26). Los Angeles: The Getty Conservation Institute.
Matero, F. (2004). Exploring conservation strategies for ancestral puebloan sites: Tsankawi, Bandelier National Monument, New Mexico. Conservation and Management of Archaeological Sites, 6, 67-84.
Miura, K. (2005). Conservation of a 'living heritage site'- A contradiction in terms? A case study of Angkor World Heritage Site. Conservation and Management of Archaeological Sites, 7, 3-18.
Moffatt, I. (2000). Managing sustainable tourism in a World Heritage Site. Στο M. Robinson (Επιμ.), Tourism and Heritage Relationships: Global, National and Local Perspectives (σελ. 301-313). Sunderland: Centre for Travel and Tourism - Business Education Publishers.
Morse, J., King, J., & Bartlett, J. (2005). Walking to the Future ... Together: A Shared Vision for Tourism in Kakadu National Park. Canberra: Department of Environment and Heritage.
Μπένος, Στ. (2015). Κοινωνικές συμμαχίες για την ανάδειξη των μνημείων: το παράδειγμα του «Διαζώματος». Στο Σ. Αντωνιάδου, Ι. Πούλιος & Ε. Μαυραγάνη (Επιμ.), Προοπτικές στον Πολιτισμό. Αθήνα: Σύνδεσμος Υποτρόφων Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη.
Munos-Vinas, S. (2005). Contemporary Theory of Conservation. Oxford: Elsevier Butterworth-Heinemann.
Myers, D., Smith, S. N., & Shaer, M. (2010). A Didactic Case Study of Jarash Archaeological Site, Jordan: Stakeholders and Heritage Values in Site Management. Los Angeles: Getty Conservation Institute. Ανακτήθηκε 13 Σεπτεμβρίου, 2015, από http: //www. getty. edu/conservation/publications_re sources/pdf_publications/j arash_case_study.html
Πετρίδης, Π., & Αναστασιάδης, Γ. (1997). Η Ροτόντα στον «Κύκλο με την Κιμωλία». Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Πούλιος, Ι. (2010α) Αρχαιολογική Προστασία και Μοναστική Χρήση: η «Ζώσα» Μονή Παντάνασσας μέσα στη «Νεκρόπολη» του Μυστρά. Βυζαντιακά, ανακτήθηκε 10 Οκτωβρίου, 2012, από http://histsociety.web.auth.gr/byzantiaka%202010-POULIOS.PDF.
Πούλιος, Ι. (2010β). Εισαγωγή στη διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς: Ορολογία, έννοια και μοντέλα διαχείρισης. Αρχαιογνωσία, Τόμος 16, 321-340.
Πούλιος, Ι. (2015). Περί «αυθεντικότητας»: το παράδειγμα της διαχείρισης και προστασίας του Μυστρά / On 'authenticity': a case study of the conservation and management of Mystras. Μνημείο & Περιβάλλον, Τεύχος 12, 87-103.
Poulios, I. (2010, Μάιος). Moving beyond a 'values-based approach' to heritage conservation. Conservation and Management of Archaeological Sites, Vol 12 (No 2), 170-185.
Poulios, I. (2011). Is every heritage site a 'living' one?: Linking heritage conservation to communities' association with sites. The Historic Environment: Policy and Practice, Vol 2, Issue 2, 144-156.
Poulios, I. (2014α). Discussing strategy in heritage conservation: a living heritage approach as an example of strategic innovation. Journal of Cultural Heritage Management and Sustainable Development, Vol 4, Issue 1, 16-34. Ανακτήθηκε 22 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://www.emeraldinsight.com/page/samples/jchmsd και http://www.emeraldinsight.com/doi/full/10.1108/JCHMSD-10-2012-0048
Poulios, I. (2014β). The Past in the Present: A Living Heritage Approach - Meteora, Greece. London: Ubiquity Press. Ανακτήθηκε 22 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://dx.doi.org/10.5334/bak
Poulios, I. (2015). Gazing at the 'Blue Ocean', and tapping into the mental models of conservation: Reflections on the Nara+20 Document. Heritage and Society, Vol 8 (2).
Press, T., & Lawrence, D. (1995). Kakadu National Park: Reconciling competing interests. Στο T. Press, D. Lea, A. Webb & A. Graham (Επιμ.), Kakadu: Natural and Cultural Heritage and Management (σελ. 1-14). Darwin: Australian Nature Conservation Agency and North Australia Research Unit, The Australian National University.
Ryan, C. (2001). Kakadu National Park (Australia): A site of natural and heritage significance. Στο M. Shackley (Επιμ.), Managing Sacred Sites: Service Provision and Visitor Experience (σελ. 121-137). London: Continuum.
Simmonds, J. (1997). Unesco World Heritage Convention. Art, Antiquity and Law, Vol 2 (No 3), 251-281. Smith, L. (2006). Uses of Heritage. London: Routledge.
Stanley-Price, N., Kirby Talley, M. & Melucco Vaccaro, A. (Επιμ.). (1996). Historical and Philosophical Issues in the Conservation of Cultural Heritage. Los Angeles: The Getty Conservation Institute.
Stovel, H. (2004). The World Heritage Convention and the Convention for Intangible Cultural Heritage: Implications for protection of living heritage at local level. Στο The Japan Foundation, Utaki in Okinawa and Sacred Spaces in Asia: Community Development and Cultural Heritage, 23-28 March 2004 (σελ. 129-135). Tokyo: The Japan Foundation.
Sullivan, S. (2004). Local involvement and traditional practices in the World Heritage System. Στο The Netherlands National Commission for Unesco and the Netherlands Ministry of Education, Culture and Science, Linking Universal and Local Values: Managing a Sustainable Future for World Heritage (σελ. 49-57). Paris: Unesco World Heritage Centre.
Teutonico, J. M. & Palumbo, G. (Επιμ.). (2002). Management Planning for Archaeological Sites: An International Workshop Organized by the Getty Conservation Institute and Loyola Marymount University, May 2000. Los Angeles: The Getty Conservation Institute.
Ucko, P.J. (1990). Foreword. Στο P. Gathercole & D. Lowenthal (Επιμ.). The Politics of the Past (σελ. ix-xxi). London: Unwin Hyman.
Ucko, P.J. (1994). Foreword. Στο D. L. Carmichael, J. Hubert, B. Reeves & A. Schanche (Επιμ.), Sacred Sites, Sacred Places (σελ. xiii-xxiii). London: Routledge.
Ucko, P. J. (2000). Enlivening a 'dead' past. Conservation and Management of Archaeological Sites, 4, 67-92.
Unesco. (1954). Hague Convention for the Protection of Cultural Property in the Event of Armed Conflict. Ανακτήθηκε 17 Σεπτεμβρίου, 2015, από http ://portal. Unesco. org/en/ev .php-URL ID=13637&URL DO=DO TOPIC&URL SECTION=201.html
Unesco. (1972). Unesco Convention Concerning the Protection of World Cultural and Natural Heritage. Paris, 16November 1972. Ανακτήθηκε 17 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://whc.unesco.org/archive/convention-en.pdf
Unesco. (1988). World Heritage Committee's Report of 12th session, Brasilia, Brazil, 5-9 December 1988. Ανακτήθηκε 17 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://whc.unesco.org/archive/ 1988/sc-88-conf001-13 e.pdf
Unesco. (1992). Operational Guidelines for the Implementation of the World Heritage Convention. Ανακτήθηκε 18 Σεπτεμβρίου, 2015, από whc.unesco.org/en/guidelineshistorical
Unesco. (1994α). Operational Guidelines for the Implementation of the World Heritage Convention. Ανακτήθηκε 18 Σεπτεμβρίου, 2015, από whc.unesco.org/en/guidelineshistorical
Unesco. (1994β). The Nara Document on Authenticity. Ανακτήθηκε 19 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://www.icomos.org/charters/nara-e.pdf
Unesco. (1995). Operational Guidelines for the Implementation of the World Heritage Convention. Ανακτήθηκε 18 Σεπτεμβρίου, 2015, από whc.unesco.org/en/guidelineshistorical
Unesco. (1996). Operational Guidelines for the Implementation of the World Heritage Convention. Ανακτήθηκε 18 Σεπτεμβρίου, 2015, από whc.unesco.org/en/guidelineshistorical
Unesco. (1999). Operational Guidelines for the Implementation of the World Heritage Convention. Ανακτήθηκε 18 Σεπτεμβρίου, 2015, από whc.unesco.org/en/guidelineshistorical
Unesco. (2002). The Budapest Declaration on World Heritage. Ανακτήθηκε 18 Σεπτεμβρίου, 2015, από http://whc. Unesco.org/en/budapestdeclaration
Unesco. (2015). Operational Guidelines for the Implementation of the World Heritage Convention. Ανακτήθηκε 18 Σεπτεμβρίου, 2015, από whc.unesco.org/en/guidelineshistorical και http://whc.Unesco.org/archive/2015/39com-11-Annex1-20150707-opguide15-en.pdf
Walderhaug-Saetersdal, E. Μ. (2000). Ethics, politics and practices in rock art conservation. Public Archaeology, Vol 1, 163-180.
Wellings, P. (1995). Management considerations. Στο T. Press, D. Lea, A. Webb & A. Graham (Επιμ.), Kakadu: Natural and Cultural Heritage and Management (σελ. 238-270). Darwin: Australian Nature Conservation Agency and North Australia Research Unit, The Australian National University.
Wijesuriya, G. (2000). Conserving the Sacred Temple of the Tooth Relic (a World Heritage Site) in Sri Lanka.Public Archaeology, Vol 1, No 2, 99-108.
Wijesuriya, G. (2005). The past is in the present: Perspectives in caring for Buddhist heritage sites in Sri Lanka. Στο H. Stovel, N. Stanley-Price & R. Killick (Επιμ.), Conservation of Living Religious Heritage: Papers from the ICCROM 2003 Forum on Living Religious Heritage: Conserving the Sacred, 20-23 October 2003 (σελ. 31-43). Rome: ICCROM.
Εκδήλωση για την ενδοοικογενειακή βία στην Χαλκίδα
-
Το Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024 και ώρα 18:00 στο Αμφιθέατρο Περιφερειακή
Ενότητας Εύβοιας, η Κωνσταντίνα Καραμπατσώλη, βουλευτής Νέας Δημοκρατίας
στην Εύβο...
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑΣΕ ΚΑΙ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ
Αν θέλετε να δημοσιεύσετε ένα βίντεο youtube ή μια εικόνα στο σχόλιό σας, χρησιμοποιήστε (με αντιγραφή/επικόληση, copy/paste) το κωδικό: [img] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΙΚΟΝΑΣ ΕΔΩ [/img] για την ανάρτηση εικόνων και [youtube] ΒΑΛΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ YouTube-VIDEO ΕΔΩ [/youtube] για τα βίντεο YouTube
ΣΗΜ. Οι διαχειριστές του ΕΒ δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τα σχόλια τρίτων σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 13 του ΠΔ 131/2003.